Οι Καλιτσαντέροι ελέγανε οι παλιοί πως ερχόντανε από τη Μύκονο το σαραντάμερο. Ήσαν σαν άνθρωποι, εγυρίζανε τα Χριστουγενόσκολα την νύχτα κ’εμπαίνανε μέσα στα σπίτια. Στην Ικαρία είχαμε σούβλες σιδιρένιες που τις λέγαμε αρφάδια επερνούσαμε σ’αυτές τις σούβλες το κρέας και το ψήναμε γυρίζοντάς το πάνω στα κάρβουνα. Αυτό το κρέας το λέγαμε γιαμπάπι. Όταν ήψηνε το γιαμπάπι ένας Ικαριώτης μπαίνει μέσα ένας Καλιτσάντερος κ’ερώτησε το νοικοκύρη που έφτειανε το γιαμπάπι πως τον λένε. Λέει αυτός με λένε ‘’Απατό μου’’. Εκεί που έψηνε το κρέας φέρνει του Καλιτσαντέρου με το αρφάδι μια στα μάτια. Ο Καλιτσάντερος βγήκε όξω και φώναζε τρέχουν οι άλλοι Καλιτσάντεροι και τον ρωτούν να κάψη ο Θεός το φώς του κ’ η αλαύρα (φωτιά) τα παιδιά ντου’’. Οι άλλοι που τον άκουσαν ότι τον έκαψε ο Απατός του, δηλ. εκάη μόνος, εσηκώθηκαν κ’εφύγανε.

Οι Καλιτσαντέροι ελέγανε οι παλιοί πως ερχόντανε από τη Μύκονο το σαραντάμερο. Ήσαν σαν άνθρωποι, εγυρίζανε τα Χριστουγενόσκολα την νύχτα κ’εμπαίνανε μέσα στα σπίτια. Στην Ικαρία είχαμε σούβλες σιδιρένιες που τις λέγαμε αρφάδια επερνούσαμε σ’αυτές τις σούβλες το κρέας και το ψήναμε γυρίζοντάς το πάνω στα κάρβουνα. Αυτό το κρέας το λέγαμε γιαμπάπι. Όταν ήψηνε το γιαμπάπι ένας Ικαριώτης μπαίνει μέσα ένας Καλιτσάντερος κ’ερώτησε το νοικοκύρη που έφτειανε το γιαμπάπι πως τον λένε. Λέει αυτός με λένε ‘’Απατό μου’’. Εκεί που έψηνε το κρέας φέρνει του Καλιτσαντέρου με το αρφάδι μια στα μάτια. Ο Καλιτσάντερος βγήκε όξω και φώναζε τρέχουν οι άλλοι Καλιτσάντεροι και τον ρωτούν να κάψη ο Θεός το φώς του κ’ η αλαύρα (φωτιά) τα παιδιά ντου’’. Οι άλλοι που τον άκουσαν ότι τον έκαψε ο Απατός του, δηλ. εκάη μόνος, εσηκώθηκαν κ’εφύγανε.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Οι Καλιτσαντέροι ελέγανε οι παλιοί πως ερχόντανε από τη Μύκονο το σαραντάμερο. Ήσαν σαν άνθρωποι, εγυρίζανε τα Χριστουγενόσκολα την νύχτα κ’εμπαίνανε μέσα στα σπίτια. Στην Ικαρία είχαμε σούβλες σιδιρένιες που τις λέγαμε αρφάδια επερνούσαμε σ’αυτές τις σούβλες το κρέας και το ψήναμε γυρίζοντάς το πάνω στα κάρβουνα. Αυτό το κρέας το λέγαμε γιαμπάπι. Όταν ήψηνε το γιαμπάπι ένας Ικαριώτης μπαίνει μέσα ένας Καλιτσάντερος κ’ερώτησε το νοικοκύρη που έφτειανε το γιαμπάπι πως τον λένε. Λέει αυτός με λένε ‘’Απατό μου’’. Εκεί που έψηνε το κρέας φέρνει του Καλιτσαντέρου με το αρφάδι μια στα μάτια. Ο Καλιτσάντερος βγήκε όξω και φώναζε τρέχουν οι άλλοι Καλιτσάντεροι και τον ρωτούν να κάψη ο Θεός το φώς του κ’ η αλαύρα (φωτιά) τα παιδιά ντου’’. Οι άλλοι που τον άκουσαν ότι τον έκαψε ο Απατός του, δηλ. εκάη μόνος, εσηκώθηκαν κ’εφύγανε.

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (EL)

Παραδόσεις

Ικαρία, Ράχες, Τραγοστάσι


1962




Λ. Α. αρ. 2449, σελ. 43 – 44, Γεωργ. Σπυριδάκη, Ικαρία, (Τραγοστάσι – περιοχή Ραχών), 1962

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.