Οι παλαιές ελέγανε πως υπήρχαν Ανεραΐδες. «Είχαμε μια λαλά (=γιαγιά) κ’ ήφυε τα μεσάνυχτα να πάη στο χωράφι της. Εκεί που πήαινε, όταν έφτασε στο Ξεύρι (τοποθεσία), εκεί στο Ξεύρι είχαμε ένα αμπουρδέχτη (=δεξαμενή προς συλλογήν ομβρίων υδάτων). Εκεί που πήαινε η γριά για το χωράφι ήτανε οι Ανεραΐδες εκεί στον Αμπουρδέχτη μαζωμένες. Είχανε του κόσμου τα ρούχα, ‘πλωμένα, άσπρα. Ύστερης η γριά ήθελε να στραφή (=επιστρέψη) πίσω. Αφού ήθελε να στραφή γιατί τρόμαξε, επήε μια Ανεραΐδα και την ήπιασε από το χέρι και της είπε «πέρασε μόνο να μην πατήσης στα ρούχα που ‘χομε απλωμένα. Αυτά ελάμπανε εκεί τη νύχτα. Η γριά επήε στο χωράφι της. Σαν εξημέρωσε εγύρισε από το μέρος αυτό που ‘δε τα ρούχα τα ‘πλωμένα και δεν είδε τίποτε.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών