Ο παππούς του αντρός μου, ο Ηλίας Κασώτης, επήγε μεσάνυκτα με τη νύφη και την κόρη του να μολάρη το νερό από τη γιστέρνα να ποτίση. Εκεί στη γιστέρνα (=στέρνα) παρουσιαστήκανε πολλές γυναίκες με τ’ άσπρα ντυμένες κ’ εχορεύανε στο νερό κ’ ελουζόντανε κ’ επετιούντανε όξω. Οι γυναίκες που ήσαν μαζί του εκοντέψανε να πεθάνουν από το φόβο τους. Ο παππούς δεν έβλεπε τίποτε ούτε άκουε. Οι δυο γυναίκες ήσαν από πίσω του κρυμμένες από το φόβο. Όταν τελείωσε η στέρνα το νερό την έφραξε και η κόρη του και η νύφη του τον κρατούσαν από τα χέρια και οι Καλομοίρες αυτές ακλουθούσαν μέσ’ στον αγωγό του νερού κ’ ήρθανε ως το σπίτι του γυιού του. Εκεί σ’ ένα ρεματάκι κι εσηκωθήκανε στον αέρα κ’ εχαθήκανε.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών