Μια φορά ‘ρχόdανε ένας από το χωράφι κ’ εσκοτεινιάστηκε. Και πήγανε ‘ς το δρόμο οι διαόλοι να τον dαdάρουσι. Αυτός πήρε χαbάρι και bαίνει μέσα ‘ς το δισάκκι κ’ έπεσε πίμητα απάνω ‘ς το σωμάρι του γαδάρου. Επηγαίνανε οι σατανάδες και λέγανε: Τ’ απανωσόμαρό ‘ναι δω το κατωσόμαρό ‘ναι δω κι αδουρογκράχτης λείπει. κ’ εστρέφουdανε οι σατανάδες εκατό μέτρα πίσω για να τόνε βρούνε. Ώστε να γυρίσουνε οι σατανάδες επορπάρτειεν ο γάδαρος. Ήρχουdανε πάλι οι σατανάδες τα ίδια. Σιγά σιγά ήφταξε κοdά ‘ς το χωριό ο αδουρογκράχτης και φωνάζει, ώ Καλή, ώ Καλή πάρε δυό δαυλοί κ’ έβγα ‘ξω, και εφύγανε.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών