Εγώ έχασα ένα παιδί από τις Ανεράϊδες. Μου το είπε κιόλας: «Αχ, μαννά, ούλες ήταν έμορφες, μα έκε εκείνη η μπροστινή με τα κόκκινα μ’ έκαψε!» Έξη ήτονε και χορεύανε όξου από το σπίτι, στο πλατωματάκι κι έμπαινε η μπροστινή μέσα και ποιος ξέρει τι τον έκανε και λιγωνότανε το παιδί, τόκαιγε η κάψα. Εγώ δεν έδινα πίστη στα λόγια του, αχέ τόλεγα και της θειάς μου που ήξερε απ’ αυτά θα το γλυτώναμε, θα βανα το παιδί να κοιμάται με τον πατέρα του που έχει καμωμένο φόνο και δεν θα το πείραζαν, γιατί άμα έχει κανείς καμωμένο γόνο τα νεραϊδικά τον σκιάζονται.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών