Πρώτα υπήρχαν ανεράϊδες. Πάντα θελανάχνε φωτιά απ΄όξω. Έναν κεχαγιά τον κυνηγούσαν ανεράϊδες κι είχε το μουλάρ’ φορτωμένο δυο σακκιά – Σαν κατάλαβε τις ανεράϊδες έπεσε κι αυτός κατασάμαρα, και κείνες σαν τον φτάσαν, λέγαν: - Να και τόνα το σακκί να και τ΄άλλο το σακκί να και το πανωγόμ’ πούναι κείνος που το παρλά το γω; Σαν έφτασε στο σπίτι, φωνάζει: - Γυναίκα, δαυλό βγάνε έξω. Και ξορκίστηκαν τα δαιμόνια, οι ανεράϊδες. Βάν’ με σταυρό στην πόρτα. Ο σταυρός τα πήα όλα. [παρλά= ακολουθεί]
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών