Ήτονε ένας Ψαλλίδας από τη Μοθώνη και τον είχαν πάρει οι ανεράϊδες τώρα και δεκαπέντε χρόνια και χάθηκε. Τώρα και λίγα χρόνια, πριν της Αγιά Σωτήρας, ο θειός μου ο Μιχάλης πήγε κι έβανε κουντέλια (τσίτες). Έδενε τ’ άλογό του κι ούλο ελυώταν. Τόδενε τόβρισκε αμόκα. Τρεις φορές γένηκε τούτο. Μετά παρησιάστηκε ο ψαλλίδας που ήτονε χαμένος δέκα έτη. Φοβήθηκε αυτός. Του λέει: Δε με γνωρίζεις; Είμαι ο Ψαλλίδας. Κι αμέσως εφανερώθηκε ένας ανεμοστρόβιλος, τόνε ξαναπήρε και φανερώθηκε στο Μελισσόκαμπο, εκεί τυλίξανε ένα τσοπανόπουλο με το σκοινί που κράταγε τη γελάδα και το σκοτώσανε, κι απ’ εκεί κατέβηκε ο Ψαλλίδας στου Λαχάνου κι εκεί βρήκε το γέρο Κούκκο απ’ το Χαροκοπιό, που τον είχαν κι εκείνον συνοπαρμένον τα ξωτερικά και τον ξαναφέρανε. Του λέε ο Κούκκος,: Δεν μπορείς να φύγης κι εσύ απ’ αυτές που χορύουνε; Του λέει: Δεν μπορώ γιατί μ΄έχει η Μεγάλη Κυρά κοπέλλι. Κι εκεί που χορεύανε οι ξωτερικές, το λέει ο Κούκκος: Ποια είναι αυτή; Να, του λέει, αυτή που θα εμπή μπρος, αυτή είναι η κυρά μου, και τώρα θα σηκωθούμε να φύγουμε. Και που θα πάτε; Τόνε ρωτάει ο Κούκος. Θα πάμε στην Πρέβεζα, του λέει ο Ψαλλίδας εκεί είναι αστραπόβολα πολλά και μπορεί να γλυτώσουμε. Εκεί που τα έλεγε αυτά, του κάνει νόημα η Μεγάλη η Κυρά και έφυγε και χίνηκε πάλι ένας ανεμοστρόβιλος και χαθήκανε από μπροστά του. [Σ.τ.Σ. Τον Κούκκον αυτόν εγνώρισα προσωπικώς προ ετών, τσίτες= διχάλες]
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών