Πέρσυ που περνάγανο η Καλαντζολιού και η άλλη η Πανάγαινα το ρέμμα, - η Πανάγαινα είχε και το παιδί στην αγκαλιά – ακούνε ένα κακό, κατί νηχούς, κάτι τραγούδια, σφυρίχτρες, λαγούτα, σαν να ήτονε σαράντα νοματαίοι. Και να μην γλέπουνε τίποτα, ώσπου βγήκανε από το ρέμμα και πάψανε. Πέρσυ πάλε που πάντρεξε ο Σαραντόπ΄λος το παιδί του και πήγε να περάση το ρέμμα ως τη μάντρα εκεί του Λάζαρου τον πήραν τα νεραϊδικά με τα λαγούτα. Η Νίκαινα η Σαρδέλαινα που πέρναγε εκεί κατά τη Λαμπρή με κάτι άλλες γυναίκες τους βρήκε ένας μπουχός και ακούγανε γκράμα – γκράμα μια μπιντόνα (τενεκέ του πετρελαίου) αλλά μπιντόνα δεν ύπαρχε, μόνο ο μπουχός. Εκεί που κοντεύανε να βγούνε, ακούνε κι ένα ντουφέκι: Μπάμ! Τη μπιντόνα δεν την άκουγε η Σαρδέλλαινα μα το ντουφέκι ιτό άκουσε και τη λάμψη την είδε.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών