Κάποια φορά κατέβαινε ο μπάρμπα Γιώργης ο Τσόκας με τον μπάρμπα Κωσταντή τον Κωστονιά, πηγαίνανε πέρα στις Μπαμπακιές. Κατεβήκανε και βρήκανε τις νυφάδες τους, τη θυγατέρα του ο μπαρμπαΓιώργης. Τους έδώκανε κρασί, μεζέ, γυρίσανε να φύγουνε. Τους ξεβγάνενε ως παραπέρα οι γυναίκες και πήγανε πίσω σπίτι τους. Καννιά βολά που φτάσανε στο Κακοσκάλι, τηράει ο Κωστονιάς τιςε βλέπει πάλι επάνω από το ρέμμα. «Μώρ’ από που κόψανε φτούνες και μας εβγήκανε μπροστά; Απόρησε ο Κωστολιάς. Εκείνες δεν τους πλησιάζανε παρά τραβάγανε ίσα. Μπροστά εκείνες, πίσω ο μπάρμπα- Γιώργης, ώσπου τόνε ξεχωρίσανε από τον Κωστολιά και τόνε πήρανε και τον κολλήσανε στον τοίχο. Του κάμανε πια τη βουή του και τον αφήκανε και πήγε στο χωριό και πήρε τη θειά Γιώργαινα με τα γιαταγάνια του κυνηγού. Του τάχανε παρμένα τα μυαλά του του ανθρώπου οι ξωτερικές κι έκανε καιρό ναρθή στα σύγκαλά του.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών