Στο Βαθύ ρυάκι, στου Μανώλαρου την κεραθιά, στο τριόδι φαντάσει. Μιαν κοπανιά ηρχουντανέ από το μύλο νύχτα ο Καντζούλιος ο Νικόλης κι οντόν επέρνανε στο τριόδι, στον Μανώλαρου την κεραθιά θωρεί στη μέση μέση στο δρόμο κι είχανε χορό στελιωμένο οι νεράιδες. Πώς να περάση δα; Αφήνει το γάιδαρό ντου και πιάνει κι αυτός στο χορό για να μην τόνε σβολώσουνε. Εχορεύγανε και κράζει ο χυχλίδης πετεινός. Ρωτούνε η μια την άλλη: Ήκραξεν ο μαύρος κούκος; - Όχι! Ο χοχλίδης ήτονε. Χορεύγουνε αυτές πάλι. Σε κάμποσην ώρα κράζει και ο μαύρος πετεινός. Ώστο να τον ακούσουνε αυτές φωνιάζουνε: Ήκραξεν ο μαύρος κούκος, ήκραξεν ο μαύρος κούκος και μισεύγουνε ντελόγο και παίρνει κι ο Καντζούλιος το γάιδαρό ντου και πάει στο σπίτι ντου.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών