Εκεί στον άγιο Βασίλη από κάτω ήτονε το σπίτι του γέρο – Πίκουλα. Μιαν κοπανιά η Πικουλίνα ελεύκαινε λιναρένια όργατα και τα ξέχασεν απόξω στο πεζούλι. Τη νύχτα το θυμήθηκε και λέει: «Μωρέ εξέχασα τα όργατα απόξω, ας σκωθώ να τα βάλω μέσα να μην πιράση κανείς να μου τα πάρη.» Σηκώνεται και θωρεί τσ’ ανεράιδες κι είχενε κάθε μια ένα μόνο στο λαιμό τζης κι εχορεύγανε. Είχενε ακόμη ένα, μόνο χάμαι, παίρνει το κι αυτή, βάνει το στο λαιμό τζης και πιάνει στην ομπρός μέρος στο χορό. Αυτές να τήνε δούνε αρχίζουν το τραγούδι: «Σ’ όσους το πας κιαν επήγα, τέθοιο διάολο δεν είδα.» Ωστόσο ήκραξεν ο μαύρος κούκος κι αφήνουνε χάμαι τα όργατα και φεύγουνε. [άγιο Βασίλη= τοπωνύμιο στο Ν.Δ. της Λατσίδας, κοπάνια= κάποτε, όργατα= νήματα, ένα μονό= μιαν κούτσα]
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών