Μια μαμή πήγε μια φορά στον ποταμό να πλύνη τα κωλόπανα ‘νούς κοπελιού. Εκειά που ‘πλυνε επήδανε ένας αφορδακός αγαστρωμένος στην πλύστρα απάνω. Να τόνε κατεβάση, κι αυτός να πηδήξη, να ξαναβγή. «Πήνε, κακομοίρη, και να κατεχα που ‘σαι, την άλλη μέρα που θα γεννήσης να ρθώ να σου πιάσω τ’ αφορδάκακκα.» Πλύνει η μαμή τα κωλόπανα, πάει στο σπίτι τζης. Μετά τσι μέρες, «τάκα τάκα» στην πόρτα. Ανοίγει και θωρεί ένα νέραϊδο ομπρός τσης. «Να ρθής, κεραμαμή, να πα πιάσης το κοπέλι κείνησα που το ‘ταξες οπροθές.» Χαζιρεύγεται η μαμή κι εκλούθανε του νέραϊδου. Επήαινανε επηαίνανε και φτάνουνε σ’ ένα σπήλιο. Μπαίνει η μαμή μέσα βρίσκει τη νεράιδα κι εκοιλιοπόνανε. Γύρου, γύρου εκάθουντανε άλλες νεράιδες. Η γεννήτρια εφώναζε: «Κακόν το παθα.» Κι οι άλλες απαντούσανε: «Κακόν το παθε κεινιά που αφήνει τα φινόκαλα από πίσω από την πόρτα το Σάββατον αργά.» Η νεράιδα τση λέει: «Κεραμαμή, αν είν’ ασυρνικό χαρά σε σένα, μ’ αν είναι θηλυκό δα σε φάη ο νέραϊδος.» Γεννά η γυναίκα, κάνει θηλυκό. Πιάνει η μαμή μάνι μάνι έναν κομμάτι κερί και του κάνει έναν κοκονιό και του το βάνει. Ακούει τσι νεράιδες και λένε: «Ποιο κοπέλι δα πα σφάξωμε να λούσωμι το κοπέλι; Να πάμι να σφάξωμε του τάδε το παιδί – Παναγία μου, απού ΄ναι του ανιψού μου: λέει η μαμή. – Να! Πα σφάξωμε το τάδε. – Παναγία μου, απού ‘ναι τ’ αξαδέρφου μου!» «Σώπα, κακορίζικη, γιατί δα σφάξουνε σένα!» τους λέει η γεννήτρα. Πάνε, φέρνουνε, αίμα και λούνουν το κοπέλι κι απόι, βουτούσανε όλες τα δαχτύλια ντως στο αίμα κι εβάφανε τα μάθια ντως. Βουτά κι η μαμή το δαχτύλι τζης στο αίμα και βάφει το να τζης μάτι. Γεμίζει ο νέραϊδος τση κεραμαμής την ποδιά κρομμυδόφυλλα και μισεύγει. Οντόν εμίσσευγε τση παράγγειλεν η νεράιδα: «Ο νεράϊδος δα ρθη τρεις βραδειές να σου χτυπά, μα να μην πα τ’ ανοίξης! Μισσεύγει η μαμή και πάει στο σπίτι τζης. Αργά πάει ο νέραϊδος ‘ς τση χτύπανε: «Έ, μαμή, κεραμαμή, κερένιον ήτον το βλιοβλιό κι ήλυσε μέσα στο θερμό. Άνοιξέ μου να σου πω.» Άχνα και μιλιά η μαμή. Τρεις βραδειές ύστερα δεν εξαναπήγε. Μετά τσι μέρες πάει η μαμή στην εκκλησά και θωρεί όλες τσι νεράιδες απού ‘σανε στη γέννα κι εμπαίνανε στην εκκλησά. Η μαμή πήγε και τσι χαιρέτηξε: «Και που μάσε γνωρίζεις; - Ντα δε σας είδα στην τάδε γέννα; - Και, πως μάσε θωρείς; - Έ, τότε σα που εβάφετε σεις τα μάθια σας με το αίμα ήβαιζα κι εγώ το ένα μου μάτι και με κειο να σήσε θωρώ. – Και ποιο ‘ναι κειονά το μάτι; - Τούτονε.» Και δείχνει τως το μάτι απού ‘βαψε και τση κάνουνε μια με τα νύχια ντως και τση βγάνουνε το μάτι κειονά. [βλιοβλιό = πέος,κειόνα= το λέω και στην Ιεράπετρα, αλλά αντί για αφορδακό λένε χελώνα]
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών