Ήταν μια γριά μαμμή. Ο παπούς μου της έλεγε της γριάς, ότι θα σε κουβαλήσουν καμμιά βραδυά μέσα στις σπηλιές οι Σαμοβίλες (=Νεραϊδες). (Είχαν έθιμο, όταν εκαλούσαν τη μαμή σε μια γυναίκα που γεννούσε, έπρεπε να την καλέσουν μυστικά, να μην το μάθη κανένας για να μην έχη η γυναίκα που γεννά κακιά γέννα.) Κάποια Σαμοβίλα επρόκειτο να γεννήση. Τη νύκτα πήγε ένας άντρας κ εφώναξε τη μαμή να πάη να ξεγεννήση τη γυναίκα του προχωρεί αυτός μπροστά και πίσω η μαμμή. Ετράβηξε τη μαμμή σε μια σπηλιά. Η μαμμή εβοήθησε τη Σαμοβίλα να γεννήση. Όταν εγέννησε της έδωκε δώρο ο άντρας μια χούφτα κρομμυδόφυλλα. Αυτή ενόμισε ότι ήταν χρυσάφι. Όταν όμως εγύρισε στο σπίτι είδε ότι ήσαν φλούδες κρομμυδιών.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών