Μιαν κοπανιά βάλανε στοίχημα δυο γειτόνισσες. Η μια ήλεγε: «Εγώ, πάω νύχτα μεσάνυχτα στην Παναγία την Κεραγωνιώτισσα. – Δεν το πιστεύγω, γιατί φαντάσει – Πόσο ν’ το στοίχημα σου; - Πάω – Δεν πας – Πάω – Δεν πας. Εβάλανε στοίχημα και σκώνεται αυτή και πάει. Βρίσκει στην αυλή τσ’ εκκλησάς νεράιδες εγδυμνές κι εχορεύγανε. Ώστο να τσι δη αυτή, γδύνεται και πιάνει στην ομπρός μερά. Οι νεράϊδες ερχίξανε ντελόγο κι ετραγουδούσανε: «Σ’ όσους τόπους κιάν επήγα τέθοιο πειρασμό δεν είδα νάχη, απάνω τσ’ άρχιδους και κάτω τσι μουστάκες.» Λέει τως τη αυτή: «Να σάσε πω κι εγώ έναν τραγουδάκι – Να μας το πης , να μας το πης! Κι αρχίζει κι αυτή. «Δώδεκα ‘ν οι – γι – Απόστολοι, στο χορό κρατούνε όλοι. Δώδεκά ‘ναι με το μέτρος σύρνει το χορό ο Πέτρος». Ωστό να τ’ ακούσουνε αυτές, δίδουνε στον ποταμό κι επορδοκλάνανε κι εχαθήκανε από μπρος τσης. Γιαγέρνει κι αυτή στο χωριό κι επήρε το στοίχημα από τη γειτόνισσα. [Παναγία Κεραγωνιώτισσα= εξωμονάστηρο έξω από τη Λατσίδα, δίωλα σε ποταμό, σε σύσσυμιο και χαμηλό μερός, φαντάσσει= έχει φαντάσματα,
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών