Οι Μουτεχίδες είναι ως αι παρ’ άλλοις Νεράίδες ή φαντάσματα. Ιδιό δε τι περί αυτών μοι διηγήθησαν. «Αν θέλης να βγάλης Μουτεχίδεςε να βρης ένα αυγό να έχη δύο κρόκους και να το βάλης ‘ς τη μασκάλη σου να τα βαστάξης σαράντα ημέρες. Και έπειτα θα βγούνε και θα τα ταγίζης να μεγαλώσουνε. Όταν μεγαλώσουνε να τοις κάμης ένα σακκούλα να την δέσης εις τον λαιμόν τους και θα τα στείλης σε ένα που να ‘χη παράδες. Την νύχτα που πάνε φωνάζουνε (σφυράνε) και άμα άνθρωποι τα ακούσουν και τους πουν: οι Μουτεχ! Μουτέχ!». Τότε παίρνουνε σκατά και του φέρνουνε και άμα δεν τα ακούσουνε του γεμίζουν τη σακκούλα παράδες. «Ο πατέρας του Γιώργη Μάμμαλη είχε βγάλει και αυτός μια φορά και όταν ήθελε να μαζευτούνε ευφύραε και ερχόντουσαν από πάνω από το σπίτι του. Οι άλλοι άνθρωποι ακούγαν τον κρότο, αλλά αυτός, πιστεύω να τα έβλεπε». «Μια φορά ο Γιωργάκης Γκόσμας τον επήρανε οι Μουτεχίδες και τον επήγανε ‘ς ένα έρημα. Και εκεί έταξε ‘ς τον Άγιο Γεώργιο μια αγελάδα. Και επήγε ο άγιος Γεώργιος το άλογό του και τον εκαββαλλίκεψε και τον έφερε ‘ς το Σούλι, το άλογο έβλεπε άλλα τον άγιο δεν τον έβλεπε. Την αγελάδα δεν του την έδωσε αυτός και επήγε τότε ο άγιος Γεώργιος και του είπε: «Την αγελάδα γιατί δεν μου την έδωσες;» και του είπε ότ: «έπεσα ‘ς τες δουλιές και ελησμόνησα». Έπειται επήγε και εφώναξε της αγελάδας και εχωρίσθη ευθύς και του την επήγε ‘ς το Ραρανα.» Εκ την ανωτέρω ευκόλως δύναται τις να συμπεράνη ότι οι Μουτεχίδες ουδέν άλλο είναι ή αι πτερωταί των αρχαίων Αρανίαι, αίτινες εικονίζοντο και ως πτηνά, ως αι αρπάζουσαι και μολύνουσαι τας τροφάς του μάντεως π’ ιδιώς, ας οι Αργοναύται εφόνευσαν. Ο κ. Ν.Γ. Πολίτης λέγει: «Νυν εν Ηπείρω αι Ξουθιές ή Ξωθιές (εξωτικές, Νεράϊδες) νομίζονται εναέρια σώματα ή μεταμορφωμένα μανικά πουλιά». (Χασιώτης εν Χρυσαλλίδι τ. Στ σ.9). Άξιον σημειώσεως τούτο αποδεικνύεν ότι αι Άρονιαι αίτινες παρά των αρχαίων εσχετίζοντο πολλαχώς ταις Νύμφαις συνταντίζονται με τας Νεράϊδας, ου μόνον δια της αναφοράς αυτών προς τας θυέλλας, αλλά και στενώτερον εν Ηπείρω διατηρηθείσης της παραστάσεως αυτήν εκ ορνίθων» (Παρνάνν. Δ΄Τόμ. Τεύχ. Δ, σελ. 769) Εν τούτοις το ωόν εξ ου εκκολάπτονται οι Μουτεχίδες, όπερ οφείλει να έχη δύο κρόκους μας ενθυμίζει το ωόν της Λύδας εξ ού εξήλθον οι Διόσκουροι (τούτοις εννοούσαν οι δύο κρόκοι) και η ωραία Ελένη) Πιθανώτερον λοιπόν οι Μουτεχίδες εικονίζουσι τους Διοσκούρους, οίτινες εν πολλοίς υπήρχον προστάται και βοηθοί των ανθρώπων. Ενεφανίζοντο δε και ούτοι υπό μορφήν πτηνών (και δεν ήτο αδύνατον αφού εξήλθον εξ επου) επικαθήμενοι ενίοτε εως των καρχησίων των πλοίων. Ο δε Παυσανίας λέγει: (Μεσσηνιακά XVI5) «ένθα δη και παρ’ αχράδα πεφοκνίαν που του πεδίου, παρά ταύτην Αριστομένην ουκ ένα παρελθείν ο μάντις Θέοκλος καθέζισθαι γαρ τους Διοσκούρους έφασκεν επί τη αχράδι» οίτινες μόνον υπό μορφήν πτηνών ηδύναντο να κάθηνται επί των δένδρων, ο δε Θέοκλος, ως οιωνοσκόπος παρετήρει τας κινήσεις των πτηνών. Το ότι δε δια συριγμών καλούμενοι προσέρχονται οι Μουτεχίδες έχει σχέσιν προς τινα πρόληψιν εν Κρήτη καθ’ ην θεωρείται άτοπον, το συρίζειν τινά εν τη οικίαν εν ώρα νυκτός. Όταν εγώ, ήμουν παιδίον πολλάκις με απέτρεπον η μήτηρ και η προμήτωρ μου, αίτινες ήσαν πολύ δεισιδαίμονες, να πράττω τούτο. [Κ ένας ‘ς το Καπανδρίτι είχε βγάλει μια φορά Μουτεχίδες κ έγινε πλούσιος γιατί του φέρνανε παράδες, Σούλι= χωρίον του δήμου Μαραθώνος, Ραραράν= μονή εις την πεδιάδα Μαραθώνος.]
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών