Τα παλαιά χρόνια υπήρχανε Νεράϊδες τη νύχτα όπου επηγαίνανε στ’ αλώνια άμα θε να πάρη η νύχτα κ’ εχορεύγανε. Όπου ο νοικοκύρης επήγαινε το πρωΐ στ’ αλώνι και το ‘βρησκε ανεκατεμένο. Λέει του γυιού dου. – Παιδί μου, τη νύχτα πάνε και μας παίρνουνε το σιτάρι. – Τι λές, αφέdη, μέσ’ από τ’ άχερο μας παίρνου το σιτάρι; - Παιδί μου, το σιτάρι πάει αποκάτω ‘πό τ’ άχερο και σηκώνουνε τ’ άχερο και παίρνουνε το σιτάρι. Άdε μωρέ Δημοσθένη, πάρε κι άμε να μπης στη μέση στη θεμωνιά να μη φαίνεσαι ως ότου να δης τι γίνεται. Κι όdα ‘δης και παίρνουνε το σιτάρι παίξε μία σφυριά να φτάξω κ’ εγώ. Επήε ο Δημοσθένης από βράδυ κ’ εχώστηκε (=εκρύφθηκε στη μέση τση θεμωνιάς. Σαν επήρε η νύχτα, θωρεί και κατεβαίνανε γυναίκες με άσπρα ρούχα. Μια μία που επήγαινε κοdά, έβγανε το τσιμπέρι από τηγ – κεφαλή dης, το πετούσε πάνω στη θεμωνιά κ’ έμπαινε στ’ αλώνι κ’ άρχισε το χορό. Ένα μαντήλι από όλα εκρεμάστηκε η άκρια dου εκεί κοdά στο Δημοσθένη. Σιγά σιγά ο Δημοσθένης το τράβηξε, το κουβάριασε και το ‘θεσε μέσ’ στον κόρφο dου. Ο Δημοσθένης δεν εθώρειε να κλέβουνε σιτάρι για να σφυρίξη, παρά εθώρειε που εχορεύγανε. Τότες αυτός έκατσε εκεί. Του αρέσανε να τις βλέπη χωρίς να φανερωθή. Πρι να ξημερώση που εφωνάζανε οι πετεινοί, τότες αρχίσανε μία – μία κ’ έπαιρνε το μαντήλι dης το βαζε στο κεφάλι κ’ έβγαινε από τ’ αλώνι. Μια που δεν εύρισκε το μαντήλι, εγύριζε ένα γύρο στη θεμωνιά και το γύρευγε. Χωρίς το μαντήλι δεν εμπορούσε να φύγη και να κρυφτή. Αφού εξημέρωσε, ο Δημοσθένης τι να δή! Μία κωπέλλα να λάμπη. Έβγήκε από τη θεμωνιά και τση λέει: Πάμε στο σπίτι. – Τι να κάμη η Νεράϊδα, τον ακλούθηξε. – Την πάει στο σπίτι. Να, αφέντη, η τύχη μου. Αυτή είναι η γυναίκα μου. Ο αφέdης του του λέει: Ναι, παιδί μου, τυχερό σου ήτονε. Εκάμανε το γάμο. Την πήρε, εζούσανε καλά ήτανε πολύ ωραία κωπέλλα. Σε λίγο εκάμανε και παιδί. Καμμιά φορά εγινούντονε ένας γάμος συγγενικός, τση λέει ο Δημοσθένης. – Γυναίκα, ντύσου να πάμε στο γάμο. Δημοσθένη, του λέει, δώσε μου το μαντήλι να πάμε στο γάμο. Του Δημοσθένη του ‘χε πη ο πατέρας του να μη της δώση το μαντήλι γιατί θα τη χάσης. Αυτή τον ‘ποχρέωσε πολύ το Δημοσθένη κι αυτός χωρίς να θυμηθή του πατέρα του την οδηγία, έπιασε κι έδωσε το μαντήλι. Μόλις η γυναίκα του έβαλε το μαντήλι την έχασε από μπρος του. Κλαίγοντας ο Δημοσθένης έτρεξε στον πατέρα dου. – Έχασα, αφέdη, τη γυναίκα μου. – Τι λές παιδί μου; μήπως της έδωσες το μαντήλι; - Ναι εξέχασα την οδηγία σου και το ‘δωσα. – Τι να σου κάμω; Όπως την ευρήκες, την έχασες. Ο Δημοσθένης τότες εζούσε μόνος του με το παιδί. Η δουλειά του σπιτιού και του παιδιού εγενότανε. Ο Δημοσθένης τα ‘βρισκε όλα έτοιμα, το φαεί, το παιδί, έτοιμο, αλλά γυναίκα δεν εθώρειε. Έτσι του Δημοσθένη επήε η ζωή ντου.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών