Ένας ‘ικός μας επαντρεύτη μια καλομοίρα, αυτός κατάφερε και της πήρε την τσίπα της που την είχε αφήσει κ’ έπαιζε τα παιχνίδια, άμα επήρε την τσίπα της (δ)εν εμπόρε η καλομοίρα ΄ά φύη και τον ακολούθησε κ(αι) επήε στον σπίτιν του και την επαντρεύτη. Την τσίπα την είχε κρυμμένη. Όταν επαντρεύτη μετά από κάμποσο καιρό έκαμε παιΐ, το παιΐ της καλομοίρας εμεγάλωνε. Μια μέρα ο πατέρας έλειπε στο μετόχι (εκεί πόχουμε τα χτήματά μας). Λέει τότε η καλομοίρα στο παιΐ της. – Παιΐ μου αν ξεύρης που έβαλε την τσίπα μου ο πατέρας σου ‘ά μου την φανερώσης για (ν)α φύωμε (ν)α πάμε σ’ όμορφο μέρος. Ο άντρας την παράκατσε και την άκουσε που τα ‘λεε μα (δ)εν επρόλαβε το παιΐ και το παιΐ λέει: Μάννα στο τάδε μέρος είναι. Και το βάλε ‘ά πά’ (ν)α της την φέρη. Α πας παιΐ μου ‘ά μου την φέρης εδούα (=εδώ). Πάει το παιΐ την φέρνει της την δίνει και αμέσως μόλις την επήρε στα χέρια της επέτασσε στον αέρα μαζί με το παιΐν της κ’ έμεινε ο άντρας της Καλομοίρας μόνος. Αυτές άμα έχουν αφήση το παιΐν των τότε ‘υρίζουν και φτειάχνουν το σπίτι και φεύγουν, είδ’ άλλως ποτέ (δ)εν ‘υρίζουν στον άντρα των. Άμα την τσίπα την έχει φυλαμένη ο άντρας αυτές ‘εν μπορούν ‘ά φύουν και κάθονται στο σπίτι κ’ είναι καλές γεναίκες, πολύ καλές στον άντρα τους.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών