Ο παπά – Ιάννης ερχόταν από τη Κεραμωτή (χωρίον) και στη θέσι «λίμνες» συνάντησε ένα κοριτσάκι μικρό, το οποίο το πήρε στο μουλάρι πίσω του και το ‘φερνε στο Κυνήδαρο. Στη θέσι «Μοναστηριακό», εμεγάλωσε το παιδί κ επολεμούσε να ρίξη το μουλάρι κάτω. Του λέει ο παπάς, κράτα με καλά, για να μη πέσης κάτω. Όπως τον κρατούσε βγάζει τη πεdάλφα από την τσέπη του και του κάνει ένα σταυρό στο χέρι αμέσως του λέει «μ’ έκαψες». Λέει δεν σου καμα τίποτα, θα ‘ρθης μαζί μου. Το ‘φερε στο σπίτι dου του έφθιαξε χωριστό δωμάτιο, το ΄βαλε μέσα κει πέρα, του ‘πήγαινε δουλειά και εδούλευε. Μόνον ο παπάς το έβλεπε, οι δε άθρωποι του σπιθιού δεν το ‘βλεπε κανείς. Μετά από εικοσπενταετία του ‘κλαιγότανε και το άφησε ελεύθερο να φύγη με τους όρους, ότι δεν θα τον χαλάση το παπά ούτε αυτό ούτε από την οικογένειά του κανένα. Του ωρκίστηκε μα το γάλα που την πότισε η μάννα της, δεν θα πειράξη κανένα μονάχα από την οικογένεια Κλουβαταίων δεν θα βγάλη κενένας Γιάννη, διότι άμα βγάλη θα πεθάνη. Και εβγάλανε δύο – τρία παιδιά και έχουνε πεθάνει. Την ώρα που ετελείωσε και έφυγε ελυώσανε όλα που ‘χε κάμει τα φαντά.

Ο παπά – Ιάννης ερχόταν από τη Κεραμωτή (χωρίον) και στη θέσι «λίμνες» συνάντησε ένα κοριτσάκι μικρό, το οποίο το πήρε στο μουλάρι πίσω του και το ‘φερνε στο Κυνήδαρο. Στη θέσι «Μοναστηριακό», εμεγάλωσε το παιδί κ επολεμούσε να ρίξη το μουλάρι κάτω. Του λέει ο παπάς, κράτα με καλά, για να μη πέσης κάτω. Όπως τον κρατούσε βγάζει τη πεdάλφα από την τσέπη του και του κάνει ένα σταυρό στο χέρι αμέσως του λέει «μ’ έκαψες». Λέει δεν σου καμα τίποτα, θα ‘ρθης μαζί μου. Το ‘φερε στο σπίτι dου του έφθιαξε χωριστό δωμάτιο, το ΄βαλε μέσα κει πέρα, του ‘πήγαινε δουλειά και εδούλευε. Μόνον ο παπάς το έβλεπε, οι δε άθρωποι του σπιθιού δεν το ‘βλεπε κανείς. Μετά από εικοσπενταετία του ‘κλαιγότανε και το άφησε ελεύθερο να φύγη με τους όρους, ότι δεν θα τον χαλάση το παπά ούτε αυτό ούτε από την οικογένειά του κανένα. Του ωρκίστηκε μα το γάλα που την πότισε η μάννα της, δεν θα πειράξη κανένα μονάχα από την οικογένεια Κλουβαταίων δεν θα βγάλη κενένας Γιάννη, διότι άμα βγάλη θα πεθάνη. Και εβγάλανε δύο – τρία παιδιά και έχουνε πεθάνει. Την ώρα που ετελείωσε και έφυγε ελυώσανε όλα που ‘χε κάμει τα φαντά.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Ο παπά – Ιάννης ερχόταν από τη Κεραμωτή (χωρίον) και στη θέσι «λίμνες» συνάντησε ένα κοριτσάκι μικρό, το οποίο το πήρε στο μουλάρι πίσω του και το ‘φερνε στο Κυνήδαρο. Στη θέσι «Μοναστηριακό», εμεγάλωσε το παιδί κ επολεμούσε να ρίξη το μουλάρι κάτω. Του λέει ο παπάς, κράτα με καλά, για να μη πέσης κάτω. Όπως τον κρατούσε βγάζει τη πεdάλφα από την τσέπη του και του κάνει ένα σταυρό στο χέρι αμέσως του λέει «μ’ έκαψες». Λέει δεν σου καμα τίποτα, θα ‘ρθης μαζί μου. Το ‘φερε στο σπίτι dου του έφθιαξε χωριστό δωμάτιο, το ΄βαλε μέσα κει πέρα, του ‘πήγαινε δουλειά και εδούλευε. Μόνον ο παπάς το έβλεπε, οι δε άθρωποι του σπιθιού δεν το ‘βλεπε κανείς. Μετά από εικοσπενταετία του ‘κλαιγότανε και το άφησε ελεύθερο να φύγη με τους όρους, ότι δεν θα τον χαλάση το παπά ούτε αυτό ούτε από την οικογένειά του κανένα. Του ωρκίστηκε μα το γάλα που την πότισε η μάννα της, δεν θα πειράξη κανένα μονάχα από την οικογένεια Κλουβαταίων δεν θα βγάλη κενένας Γιάννη, διότι άμα βγάλη θα πεθάνη. Και εβγάλανε δύο – τρία παιδιά και έχουνε πεθάνει. Την ώρα που ετελείωσε και έφυγε ελυώσανε όλα που ‘χε κάμει τα φαντά.

Ήμελλος, Στέφανος Δ.
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (EL)

Παραδόσεις

Νάξος, Κυνήδαρος


1959




Λ. Α. αρ. 2303, σελ. 252 – 253, Στεφ. Ημέλλου, Νάξος, (Κυνήδαρος), 1959

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.