Α) Τα ξουτκά έρκουντι κι αγγαρίζνι τ νύχτα κατ’ αλλόκουτες φουνές. Απάνου τα μσάνυχτα έρκουντι και κάννι ‘ς τ’ αυτά μ Βίτ, Βίτ. Β) Ισμώμουν ΄ς τα Ισμάμια νια βουλά αντάμα με ν’ αδερφή μ. Ταΐησα κι αγγάρζαν αυτά. Άνξα τα μάτια μ’ τα είδα κι το έλιγα τς αδερφής μ’ «Τα είδες ‘συ» Όχ – μ’ είπι – Τάϊκσις; Όχ. Για μένα ήρταν, τ’ είμ’ αλαφρουήσκιουτη ιγώ. Ιγώ είμ’ απουντέσμου ‘π δεν ακούουν απού νιόπαντρον κουρίτς. Γ) Τσόπκι του αίμα μ νια φουρά. Τσάθουμουν έγνιθα. Νύσταξα πήα να κμηθώ. Πλάγιασα. Μι πατάγι κάτ ντις αλαφρούτσκα λαφρούτσκα. Γάτα δεν είχα. Ήταν ου ήσκιους μ. Τι να κάνου. Τι να κάνου. Πήρα του τετραβάγγιλου κι το βαλα ‘ς του προυσκέφαλου κι άπου τότι πάντα το χου ΄ς του προυκέφαλον. Τσι τώρα τ’ ακούου απού παρέκ, αλλά δω απάνω μ δεν ερκούντι. [Ιτσμάσια= Μοναστέριον ς του δήμου Τσηρωτησίων, ντέσμου= από κακήν ώρα, από επίσκεψιν στοιχειού κυρίως εις τας λεχούς.]
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών