Το βράδυ κείνο δεν ήταν φεγγάρ’ – άστρο. Άκ΄σα βοητό, όπως βογγάει κοιμάμ ενο. Κι είχε φως σαν το ηλεχτρικό. Και να φέγγη το ρέμα μια ώρα. Η Λάμια γίνεται και πράμα και άνθρωπος. Τον ντόπιο κόσμο δεν τον πειράζει, ξένους όμως ναι! και ξένα πράματα= πρόβατα. Επί Τουρκίας, μια ξένη οικογένεια νύχτωσε. Κοιμήθ’καν εκεί, και το πρωΐ, βρέθ’κε πεθαμένη μια κόρη τς. Και ξένα πράματα αν κοιμηθούν εκεί, ψοφάνε. Είχαμε τα γίδια μαζί μ’ έναν ξένο. Τα ξένα τα γίδια δεν κοιμόντανι ντίπ’. Τα δικά μ’ δεν τα πείραζι. Το βράδ’, όταν σκορπάνε τα ξένα, λένε ότι τα κυνηγά η Λάμια.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών