Μετά (προηγείται η διήγησις άλλης παράδ. σελ. 484 – 85) νοικιάστηκ’ ο μύλος και τον πήρε άλλος κι όντας ζύγουνε το Σαρανταήμερο, κίνησι μίνια γριούλα να πάη στου μύλου ν’ αλέσ’. Μόλις τράβηξ’ να βγη όξ’ η πόρτα δεν αν’γε. Ακούει μια φώνη. – Που θα πάς; Μη φεύγ’ς η ώρα είναι ακατάλληλη. Αυτήνη δεν άκ’σε, γιατί τα παιδιά τς τάχε νηστικά. Αφόσον κίνεισι έφτασε στη βρύσ’. Εδώ κάθησε κουρασμένη. Ήταν ώρα 12, μεσάνυχτα. Βρήκε μια γυναίκα που ξέπλενε τα μαλλιά της και νιβόταν. Και της λέει: - Καλή μέρα, λέει η χωριανή. – Καλώς την κυρούλα, λέει το αφάντιασμα. Να μη βασκαθούν τα μαλλιά σου! – Ευχαριστώ! Με γεια να φας και συ το ψωμί σου. Πόσα παιδιά έχ’ς; - Έχω πέντε. Ιγώ θα φύγου, θα πάω στα παιδιά μου. – Να φχαριστάς που μου ‘πις το «Καλημέρα» και μου ‘πες και τον καλό λόγο να μη βασκαθούν τα μαλλιά μ’. (Αλλιώς θα πάθαινε κακό). Μετά πήγε στο σπίτ’ της και τα μολόγησε.

Μετά (προηγείται η διήγησις άλλης παράδ. σελ. 484 – 85) νοικιάστηκ’ ο μύλος και τον πήρε άλλος κι όντας ζύγουνε το Σαρανταήμερο, κίνησι μίνια γριούλα να πάη στου μύλου ν’ αλέσ’. Μόλις τράβηξ’ να βγη όξ’ η πόρτα δεν αν’γε. Ακούει μια φώνη. – Που θα πάς; Μη φεύγ’ς η ώρα είναι ακατάλληλη. Αυτήνη δεν άκ’σε, γιατί τα παιδιά τς τάχε νηστικά. Αφόσον κίνεισι έφτασε στη βρύσ’. Εδώ κάθησε κουρασμένη. Ήταν ώρα 12, μεσάνυχτα. Βρήκε μια γυναίκα που ξέπλενε τα μαλλιά της και νιβόταν. Και της λέει: - Καλή μέρα, λέει η χωριανή. – Καλώς την κυρούλα, λέει το αφάντιασμα. Να μη βασκαθούν τα μαλλιά σου! – Ευχαριστώ! Με γεια να φας και συ το ψωμί σου. Πόσα παιδιά έχ’ς; - Έχω πέντε. Ιγώ θα φύγου, θα πάω στα παιδιά μου. – Να φχαριστάς που μου ‘πις το «Καλημέρα» και μου ‘πες και τον καλό λόγο να μη βασκαθούν τα μαλλιά μ’. (Αλλιώς θα πάθαινε κακό). Μετά πήγε στο σπίτ’ της και τα μολόγησε.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Μετά (προηγείται η διήγησις άλλης παράδ. σελ. 484 – 85) νοικιάστηκ’ ο μύλος και τον πήρε άλλος κι όντας ζύγουνε το Σαρανταήμερο, κίνησι μίνια γριούλα να πάη στου μύλου ν’ αλέσ’. Μόλις τράβηξ’ να βγη όξ’ η πόρτα δεν αν’γε. Ακούει μια φώνη. – Που θα πάς; Μη φεύγ’ς η ώρα είναι ακατάλληλη. Αυτήνη δεν άκ’σε, γιατί τα παιδιά τς τάχε νηστικά. Αφόσον κίνεισι έφτασε στη βρύσ’. Εδώ κάθησε κουρασμένη. Ήταν ώρα 12, μεσάνυχτα. Βρήκε μια γυναίκα που ξέπλενε τα μαλλιά της και νιβόταν. Και της λέει: - Καλή μέρα, λέει η χωριανή. – Καλώς την κυρούλα, λέει το αφάντιασμα. Να μη βασκαθούν τα μαλλιά σου! – Ευχαριστώ! Με γεια να φας και συ το ψωμί σου. Πόσα παιδιά έχ’ς; - Έχω πέντε. Ιγώ θα φύγου, θα πάω στα παιδιά μου. – Να φχαριστάς που μου ‘πις το «Καλημέρα» και μου ‘πες και τον καλό λόγο να μη βασκαθούν τα μαλλιά μ’. (Αλλιώς θα πάθαινε κακό). Μετά πήγε στο σπίτ’ της και τα μολόγησε.

Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (EL)

Παραδόσεις

Καρδίτσα, Θραψίμι


1959




Λ. Α. αρ. 2301, σελ. 485 – 86, Δ. Λουκάτος, Θραψίμι Καρδίτσης, 1959

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.