Στη Μούρσα (χωράφι) του Μπόκα, κάτω στη Χαλικαργιά (τοποθεσία με χαλίκια) ήταν ερμιά και λάκκος και κάτι πλατάνια μεγάλα και χοντρά, που δεν μπορούσαν να τα σφίξουν πέντε άνδρες. Εκεί ήταν μια στρίγγλα. Βήκε μια βολά να φάη μια γυναίκα – αυτό το έλεγαν οι χωριανές όλες – κι αυτή γούργιαζε και πρόφτακε και κόλλησε στον πλάτανο αψηλά. Η στρίγγλα άρπαξε τον πλάτανα δάγκα. Η μαυρογυναίκα τότες μουλάει τα σκυλλιά κι εκείνα την γλίτωσαν. Άλλη μια βολά πάλε – όπως μου έλεγε ο πεθερός της αδερφής μου της Χρυσίδας – η στρίγγλα είχε πάρει πικροκρέμμυδα πάνω από τη σπηλιά. Δεν τα πείραζε ο κόσμος κι αυτή άφηνε το νερό από τη σπηλιά και ποτίζαμαν ψίχα τον μαυρόκαμπο. Αλλά μια βλοημένη γυναίκα, τι διάλος την έβαλε πάει και τις τα βγάζει. Έ αυτό ήταν. Θύμωσε η στρίγγλα κι αν είδες συ νερό είδα κι εγώ ψυχή μ’.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών