Ήταν μια φορά ένας ασκητής με το όνομα Ησαΐας. Αυτός έμενε στο βουνό, μακρυά από τον κόσμο. Είχε μια αδελφή παντρεμένη σε χωριό. Αυτή έκανε δυο παιδιά αλλά τα έχασε και τα δύο την πρώτη βραδυά της γέννας. Δεν μπορούσε να καταλάβη πως εγίνονταν αυτό. Όταν ξαναέμεινε έγκυος, φοβισμένη όπως ήταν από τα δυο πρώτα παιδιά που έχασε, αναγκάστηκε να πάη στον αδερφό της τον ασκητή για σωτηρία της. Επίστευε πως σ’ αυτόν που ήταν ασκητής δεν μπορούν να πλησιάσουν τα κακά πνεύματα. Αλλά και κοντά του έπαθε το ίδιο. Ύστερα από δυο μέρες από τη γέννα έχασε και το τρίτο της μωρό. Του αδελφού της του βαρυφάνηκε. Έκαμε την προσευχή του και εκίνησε. Στο δρόμο συνάντησε την ιτιά (το δένδρο). Ήξερε πως η Λάμια επέρασε από εκεί και την ερώτησε, αλλά η ιτιά δεν είπε την αλήθεια. Είπε: «δεν είδα – δεν ξέρω.» Ο ασκητής εκατάλαβε που λέει ψέματα και την καταράστηκε να μην κάμνη καρπό. Ύστερα τράβηξε κατά τον γιαλό, τη θάλασσα. Βρήκε την ελιά και την ρώτησε, μήπως πέρασε κανένας. Αυτή του είπε: «Πέρασε πριν μισή ώρα και εμπήκε μέσα στο γιαλό.» Ευχαριστημένος ο ασκητής την ευλόγησε να κάνη καρπό και να είναι όλος ο κόσμος ευχαριστημένος απ’ αυτή. Έπειτα επροχώρησε ο ασκητής και επήγε στη άκρη του γιαλού. Εκεί έκανε προσευχή δυο – τρεις φορές, ώσπου η Λάμια αναγκάσθηκε να βγη έξω από τη θάλασσα. Λέει της Λάμιας: «Εκείνα που πήρες να τα δώσης.» Η Λάμια του απήντησε. «Όταν εσύ, βγάλης το γάλα που ήπιες μικρός από τη μάννα σου, τότε κ’ εγώ θα βγάλω τα μικρά από την κοιλιά μου.» Ο ασκητής παρεκάλεσε τότε το Θεό και έβγαλε το γάλα. Τότε και η Λάμια αναγκάστηκε να βγάλη και αυτή τα μικρά από την κοιλιά της, επειδή το είχε ορκιστή. Επήρε τότε ο ασκητής τα μωρά και τα έφερε στην αδερφή ντου.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών