Ο καπετά Νικολής του (Δ)ημήτρη, είχε συρμένο το καϊτσι του στον Ημπορειό στο Τσεφαλάτσι τσαι κάθα πωρνό το βριστσέν αραμένο στη Πλάκα τσαι πάλι τα ίδια, αλλού είχε –ν από σπέρα σιουραρισμένο το καΐτσι του τσ’ αλλού το βριστσε το δε πωρνό. Εκακόαλε λοιπό τσαι μια βραδειά – ν από νωρίς επήε τσ’ έκλει ώθητσε μεσ’ στηκ κάμαρα του καϊτσού να η τία θα ενή. Ετσεί α κατά τα μεσάνυχτα θωρεί τρεις στρίγγλες να ππώθου το καΐτσι σα φελλακούα στη θάλασσα τσαι να φωνάζουν. « ‘Αλα τα κουπιά! τσαι στην Αραπιά!». Μονονυχτίς επήασι στην Αλεξάντρα τσ’ εράξα ωτσάν ήβγασι – ν ετσείνες όξω, ήβγε τσαι τσένος τσ’ επήε παραπέρα τσ’ ήκοψε – ν ένα κομμάτι χλαΐν από μια κουρμαδιά, για να τόπ πιστέψου σαθ θα ‘υρίση πως επήε στην Αλεξάντρα. Ως ήμπε μέσα τσαι κατέη τσηκ κάμαρη, να σου τες πάλι τσ’ αρματώσα το καράϊ πίσω για τηκ Κάσο. Τον τσαιρόν απού ταξιεύγα ήτυχε νάναι το ταμπούτσο της κάμαρης έμμετι ανοιχτό τσ’ εχώθη μέσα ο πόϋρας του φουστανιού μιας στρίγλας χωρίς να το καταλάβη. Ο (Δ)ημήτρης ήκοψε τότες ένα κομμάτι που το φουστάνι της τσαι τσάν εποσώσα στον Ημπορειό τσ’ εξημερώθησαν εις τα σπίδια τους τσ’ επήε τσ’ ο Δημήτρης στο εκό του, εμπόρεσε στην εκκληστσά, το νυχατό (γιατ’ ήτο Σαατόβραο που ‘τυχε το περιστατικό) τη Τσυριτσή να γρωνίση μπτσοιάς ήτο το φουστάνι τσαι μπτσοιά ήτον η Στρίγλα που με τοις συντρόφιτσες της εμετατοπίζασι κάθα βράϋ τη οκούνα του. [Ημπορειός= μικρόν παράλιον χωρίον της Κάσου, όπου εις παλαιοτέρους χρόνους και το ναυπηγείον. Το Κεφαλάκι και η Πλάκα είναι δύο τοποθεσίαι του Ημπορειού, όπου είναι δυνατόν να προσορμίζωνται πλοιάρια, Ππώθω (αππώθω)= έλκω, σπρώχνω και τα ππώματα – η καθέλκυσις του πλοίου (αρχ. απωθώ), Έμμετι= ολίγον τι, Ο πόϋρος= ο ποδόγυρας, ποδόγυρος, Ταμπούτσο= το ταμπούκο, το άνοιγμα εις την κουβέρτα, το οδηγούν προς τα αμπάρια ή την κάμαρα του πλοιάρχου κτλ.]
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών