Μια φορά στο χωριό μας ήρθε μια που εύρισκε τους θησαυρούς. Όταν έφυγε τότε μάθαμε πως ήταν μάγισσα. Έκατσε σ’ ενός το σπίτι και το βράδυ έβγαινε έξω και κάτι έλεγε. Όταν την ρώτησε αυτός που την είχε, τι κάνει, είπε ότι ψάχνει για το θησαυρό. Ένα βράδυ έβαλε κάτι κορδέλες, στα χέρια της, κόκκινες, άσπρες και βγήκε έξω. Τότε ακούστηκαν φωνές και τραγούδια. Πήγαμε μόλις ξημέρωσε και σ’ ένα χωράφι που αυτή δεν τόξερε βρίκαμε χαραγμένο στο χώμα ένα μεγάλο κύκλο. Τότε αυτή είπε ότι εκεί μέσα είναι τα λεφτά, αλλά δεν βγαίνουν διότι το στοιχειό ζήτησε να συνουσιασθή μαζί της. Έμειναν και κανένας δεν τολμάει να σκάψη. Μπορούν να βγουν μόνο αν κανείς σκάψη άθελά του, αλλά δεν πάει κανενός το μυαλό. Αν το πούμε σε κανένα και πάει αυτός θα πάθη.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών