Μέσα στο καΐκι, που ήτανε αραγμένο, ερίχνανε τη Σολομωνική. Εκαλούσανε τα πνεύματα και τα δαιμονικά. Ήτανε ένας ναύτης Μαθρακιώτης, πειραγμένος από ‘φτά κι είχε βιβλίο Σολομωνική. Ήτανε κι άλλος Μαθρακιώτης. Επήαμε τα μεσάνυχτα, κλεισμένοι στο αμπάρι, να κάμουμε τη Σολομωνική. (Είμαστε στον Άγιο Στέφανο της Κέρκυρας). Άρχισε ο Μαθρακιώτης τα «τροπάρια» (= τα μαγικά λόγια) και μας απαγόρεψε να κάμουμε το σταυρό μας. Αλλά δεν είχε μαζί του το βιβλίο και δεν τα ήξερε όλα απόξου. Επλησίασαν, λέει, τα δαιμονικά αλλά δεν έφτασαν. Έπειτα άρχισε να λέη τροπάρια για να τα διώξη. Έπιασε ένας αέρας κι ακούσαμε φωνή, μέσα στον αέρα, σα γίδα. Εγώ άρχισα το «πριόβολο» (εννοεί: το σταυρό μου). Εκείνονε τον πιάκανε στο λαιμό και δε μπορούσε να μιλήση. Ήτανε μαζί μας κι ένα παιδί, που ρωτούσε για τον πατέρα του, που τον είχανε τορπιλίσει. Αυτός κάτι ήξερε να συνεχίση από τα τροπάρια. Ο καθένας εκαλούσε τον πεθαμένο που ήθελε αλλά ήτανε Διαόλοι που ερχόντανε. Μπορεί όμως κι η ψυχή του πεθαμένου να κάμη κακό. Πάει καμιά φορά και σου δαγκάει τ’ αυτί. Αυτές οι Σολομωνικιές θέλουνε νύχτα και σκοτάδι και μοναξιά.

Μέσα στο καΐκι, που ήτανε αραγμένο, ερίχνανε τη Σολομωνική. Εκαλούσανε τα πνεύματα και τα δαιμονικά. Ήτανε ένας ναύτης Μαθρακιώτης, πειραγμένος από ‘φτά κι είχε βιβλίο Σολομωνική. Ήτανε κι άλλος Μαθρακιώτης. Επήαμε τα μεσάνυχτα, κλεισμένοι στο αμπάρι, να κάμουμε τη Σολομωνική. (Είμαστε στον Άγιο Στέφανο της Κέρκυρας). Άρχισε ο Μαθρακιώτης τα «τροπάρια» (= τα μαγικά λόγια) και μας απαγόρεψε να κάμουμε το σταυρό μας. Αλλά δεν είχε μαζί του το βιβλίο και δεν τα ήξερε όλα απόξου. Επλησίασαν, λέει, τα δαιμονικά αλλά δεν έφτασαν. Έπειτα άρχισε να λέη τροπάρια για να τα διώξη. Έπιασε ένας αέρας κι ακούσαμε φωνή, μέσα στον αέρα, σα γίδα. Εγώ άρχισα το «πριόβολο» (εννοεί: το σταυρό μου). Εκείνονε τον πιάκανε στο λαιμό και δε μπορούσε να μιλήση. Ήτανε μαζί μας κι ένα παιδί, που ρωτούσε για τον πατέρα του, που τον είχανε τορπιλίσει. Αυτός κάτι ήξερε να συνεχίση από τα τροπάρια. Ο καθένας εκαλούσε τον πεθαμένο που ήθελε αλλά ήτανε Διαόλοι που ερχόντανε. Μπορεί όμως κι η ψυχή του πεθαμένου να κάμη κακό. Πάει καμιά φορά και σου δαγκάει τ’ αυτί. Αυτές οι Σολομωνικιές θέλουνε νύχτα και σκοτάδι και μοναξιά.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Μέσα στο καΐκι, που ήτανε αραγμένο, ερίχνανε τη Σολομωνική. Εκαλούσανε τα πνεύματα και τα δαιμονικά. Ήτανε ένας ναύτης Μαθρακιώτης, πειραγμένος από ‘φτά κι είχε βιβλίο Σολομωνική. Ήτανε κι άλλος Μαθρακιώτης. Επήαμε τα μεσάνυχτα, κλεισμένοι στο αμπάρι, να κάμουμε τη Σολομωνική. (Είμαστε στον Άγιο Στέφανο της Κέρκυρας). Άρχισε ο Μαθρακιώτης τα «τροπάρια» (= τα μαγικά λόγια) και μας απαγόρεψε να κάμουμε το σταυρό μας. Αλλά δεν είχε μαζί του το βιβλίο και δεν τα ήξερε όλα απόξου. Επλησίασαν, λέει, τα δαιμονικά αλλά δεν έφτασαν. Έπειτα άρχισε να λέη τροπάρια για να τα διώξη. Έπιασε ένας αέρας κι ακούσαμε φωνή, μέσα στον αέρα, σα γίδα. Εγώ άρχισα το «πριόβολο» (εννοεί: το σταυρό μου). Εκείνονε τον πιάκανε στο λαιμό και δε μπορούσε να μιλήση. Ήτανε μαζί μας κι ένα παιδί, που ρωτούσε για τον πατέρα του, που τον είχανε τορπιλίσει. Αυτός κάτι ήξερε να συνεχίση από τα τροπάρια. Ο καθένας εκαλούσε τον πεθαμένο που ήθελε αλλά ήτανε Διαόλοι που ερχόντανε. Μπορεί όμως κι η ψυχή του πεθαμένου να κάμη κακό. Πάει καμιά φορά και σου δαγκάει τ’ αυτί. Αυτές οι Σολομωνικιές θέλουνε νύχτα και σκοτάδι και μοναξιά.

Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (EL)

Παραδόσεις

Κέρκυρα, Ερείκουσα


1960




Λ. Α. αρ. 2344, σελ. 17 – 18, Δ. Λουκάτος, νησίς Ερείκουσα Κέρκυρας 1960

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.