Μόνο μια μέρα του χρόνου είναι που μπορεί κανείς να δη Θεοτικά ή ξωτικιά. Μου συνέβηκε μένα. Μου το έλεγαν αυτό πρόσφυγες από την Ασία. Επρόσεξα και είδα. Μια τέτοια βραδιά επαίζαμε χαρτιά εδώ στα μαγαζιά. Εφύγαμε με τον μπάρμπα – Σπύρο το Ζάγαρο. Ήτανε δώδεκα παρά τέταρτο. Πηγαίνοντας σε μια τοποθεσία ακούω δυο – τρεις δυνατούς χτύπους, μεγάλους χτύπους! Φοβήθηκα. Ήτανε δώδεκα παρά τρία λεφτά. Έκαμα το σταυρό μου. Και μόλις ανεβαίνω την ανηφόρα προς το σπίτι μου, να μ’ ανάψη ένα ηλεχτρικό – προβολέας, που από σκοτάδι που ήταν, έβλεπα τα πάντα. Εφοβόμουνα να γυρίσω πίσω. Αλλά την ώρα που άναψε ο προβολέας, είπα πως είναι θεία δύναμι κι η καρδιά μου επήε στη θέση της. Πάω σπίτι μου. Η γυναίκα μου είχε φοβηχτή. Είχαμε ένα χοίρο, με συμπάθειο, για να τόνε σφάξουμε; Άκουσε τη φωνή του, βγήκε στο παράθυρο, μην είναι κλέφτης, δεν είδε τίποτε. Μου το είπε ύστερα αυτό κι εγώ εκατάλαβα, ότι ήταν οι δικοί μου «χοίροι» δηλ. οι διαόλοι.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών