Ο μπάρμπας μου Αναστάσης Κατέχης εβγήκε από την καλύβα του νύχτα – καλοκαίρι 9 ως 91/2. Είχε ένα μαϊστραλάκι. Καθώς εσταμάτησε, ακούει στα μούτρα του ένα μπάτσο! Έλεγε πως ήτανε δαιμονικό. Δεν εφοβήθηκε παρά τον άρπαξε από τα γένεια. Ήτανε βέβαιος πως τον εκρατούσε κι εφώναζε: Φέρτε γλήγορα φωτιά, να τόνε δούμε. Έλεε πως έπιασε το διάολο. Ετρέξανε από το σπίτι και του πήανε φωτιά. Αλλά ήτανε ο προβειά που είχανε όξου κρεμασμένη και τον εχτύπησε στα μούτρα.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών