Τα γίδια ήταν όλα άγρια, ήταν του Σατανά. Κι αφού ο Χριστός είδε ότι τα γίδι’ αυτά ήταν άγρια σκέφτηκε πως θα τα κάμη ήμερα. Και λέει στο προσωπικό τ’. Μαζέψετε αυτά τα γίδια με τη βοήθεια τη δική μου, ας είναι άγρια και θα τα βάλωμε μέσ’ σ’ ένα μαντρί. Αφού τα μάζεψαν τα γίδια και τα βαλαν μέσα σ’ ένα μαντρί, τώρα ο Χριστός λέει, καθίστε να τ’ αρμέξωμε. Αφού άρμεγαν, συνεχούσαν, παίρνει ο Χριστός το γάλα πόπεφτε στο καρδάρ’ και τα σφάγιζε τα γίδια στα γόνατα και αφού τα σφράγισε τα γίδια ημέρευαν, ημερούσαν, και κοιμούνταν εκεί. Ο Σατανάς παρουσιάστ’κε στη στρούγγα. Κι αφού τελείωσαν τα γίδια κ’ ήταν λίγα μέσα, βλέπει μπροστά στο καρδάρι άσπρο γάλα και τα γίδια να κοιμούνται μπροστά όλα, ήμερα, γιατί του Σατανά το γάλα ήταν κόκκινο. Κι απ’ την τρέλλα τ’ ο Σατανάς βγάζει τη σκούφια τ’ και προγγάει τα γίδια που ‘ταν στη στρούγγα, κ’ έφυγαν κ’ έγιναν άγρια. Γι’ αυτό είναι και ασφράγιστα, αγριόγιδα, που κοιμούνται με τα πόδια τεντωμένα. Παραλλαγή της ανωτέρω παραδόσεως. Ο διάβολος μόλις είδε το Χριστό ν’ αρμέγη τα γίδια και να τα σφραγίζη στα γόνατα με το αφρί αμέσως πετάει τη σκούφια στα υπόλοιπα που ήταν μέσα στη στρούγγα κι αμέσως έφυγαν, ενώ τα σφραγισμένα έμειναν ήμερα.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών