Οι παλιοί έφκειασαν το μύλο την κάτω και την απάνω μυλόπετρα. Έβαλαν και το νερό. Έφερναν οι πέτρες γύρω κ’ έπεφτε το σ’ τάρ’ απού το κοφίν’ στο κορτσέλι. Το κορτσέλι το κουνούσαν με το χέρ’ για να πέσ’ το στάρ’ μέσα στη μυλόπετρα.Κουράζονταν πού κι αναγκάστ’καν να ρωτήσουν το σϊτάν’ τι να κάνουν για να μη κουράζωνται. Κείνος τς είπε αύριο πρωΐ θα ‘ρθω και θα σας πω, αλλά δεν θα γελάσ’ κανένας την ώρα που θα παρουσιαστώ εκεί. Το πρωΐ άραξε καβάλλα σ’ ένα λαγό. Οι άνθρωποι άμα τον είδαν, γέλασαν. Αυτός τότε θύμωσε και έστριψε να φύβγη. Στο φεύγα είπε: Δεν τους κόβ’ το κεφάλ’ να βάλουν ένα τόντζι να χτυπάη στην πέτρα για να πέφτ’ το σ’τάρ! Άκ΄σαν, τς έκοψ’ το κεφάλ’ και το φκειάξανε. [κορτσέλι= μικρό κοφινάκι, τόντζι= Ο άξονας του νερόμυλου κάτω έχει το τόντζι, ένα μυτερό σίδερο που γυρίζει πάνω σε άλλο που έχει μια τρυπίτσα για να μη φεύγη.]
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών