Άλλη να βολά ο ίδιος ο μπάρμπα Γιώργης ο Τσόκας ερχότανε από τα Γρεβιτσά. Νύχτα, σκοτάδι. Εκεί κάτω από το Ζιζάνι βλέπει δυο να κατεβαίνουνε. «Ώρα καλή, πατριώτες, κατά που; - Κατά του Καπλάνι, του λένε. – Έ, κι εγώ στο Καπλάνι πάω, πάμε μαζί. Τραβάγανε, εκείνοι μπροστά, αυτός πιο πίσω. Μ’ αντί να τραβάνε τον ίσο δρόμο τραβάγανε κατά το γκρεμό να τόνε σκοτώσουνε τον άνθρωπο. Κάποια βολά το κατάλαβε που δεν τονε πάνε καλά και κοντοκράτησε τ’ άλογο κι άναψε τσιγάρο. Ευτύς που άναψε τσιγάρο, χαθήκανε οι αποκορωμένοι από μπροστά του, ειδεμή θα τόνε γκρεμίζανε στον Κάσσαρη.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών