Ένας στρατιώτης υπηρετούσε και είχε έλθει με άδεια και επήγαινε να κοιμηθή σε μια θεία του πάνω στην εκκλησίαν. Εκεί ήσαν βελανιδιές. Αυτός εκρατούσε το ξίφος του. Βγαίνει ένα βουβάλι τελείως μαύρο και τον σταματάει. Αυτός νομίζει ότι περπατάει. Κοιτάζει δεξιά, αριστερά, αλλά είναι ακίνητος. Κάνει να φωνάξη, αλλά δεν μπορεί. Βγάζει το ξίφος του να κτυπήση το βουβάλι αλλά δεν κτυπάει. Γυρίζει πίσω και παίρνει άλλον δρόμον και εκεί συναντά πάλιν το ίδιο πράγμα, που ήταν σαν βουβάλι μαύρο. Με πολλά βάσανα εγλύτωσε, επειδή εκεί κοντά ήταν παρεκκλήσι και επήγε και επέρασε από το προαύλιον του παρεκκλησίου που είναι τόπος ιερός. Τώρα την εκκλησίαν αυτήν την έκαμαν μεγάλην.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών