Η γρά Μάμαινα ηρχούντονε μια φορά με τη θυγατέρα τζης της Ερήνη από τσ’ Αγόρους. Στο δρόμο ενυχθιαστήκανε κι εφοβούντανε να μην τώσε παντήξη κανείς νιζάμης. (ετοτέσα ήσανε νιζάμηδες). Όντον επερνούσανε στη Χελιδονιά θωρούνε μέσα από τσι λυγιές μιαν κεφαλή κι εψήλωνε κι εψήλωνε. Αυτές εθαρρούσανε, πως ήτονε νιζάμης και σφίγγουνε απάνω κι εγλακούσανε κι εγλακούσανε κι εβγήκεν η γλώσσα ντως μια οργνιά, ίσαμ’ απού ξεπροβάλανε στο Καμάρι. Εκειά ρωτούνε η μια την άλλη: «Στσι λυγιές ήτονε, μωρή;» Κι ακούνε μια φωνή απού την κορφή απού τον πρίνο και τώσε λέει: «Αλλού τονε». Τότεσα το καταλάβανε, πως ήτονε φάντασμα κι ώστο να ‘ρθούνε στο χωριό εξεγλωσσιστήκανε. [Αγορούς= τοπωνύμιο όπου έχουν περιουσίες, νιζάμης= τούρκος στρατιώτης]
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών