Άμα κινούσε νύχτα να πάη στ’ αμπέλι ένας χωριανός μας σιάζονταν φάντασμα. Πότε γένονταν σκυλάκι, πότε γένονταν κριαράκι. Πότε έβγαινε μπροστά απ’ αθτόν πότε πίσω ακλουθούσε, αλλά δεν τον πείραζε. Τον ακλουθούσε μέχρι το σπίτι. Αυτός ο άνθρωπος μόλις έφθανε στου σπίτι άφινε έξω τα παπούτσια και το καπίτο για να μη μπη μέσα. Αλλά το πρωΐ δεν το εύρισκε εκεί το παραμέριζε το σβάρνιζε ίσα πέρα. [καπίτο= παλτό]
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών