Εδώ δε ωρισμένα σπίτια έβγαιναν τα φαντάσματα. Ένας που έβγαινε αρρώτηξε ποιος μπορεί να το ξεκάμη. Κάθεται και κάνει ένα μικρό χωμί – τσουράκι στο νταβά. Παίρνει μια τσότρα κρασί. Εβγήκε ώρα μεσάνυχτα και λέει: άντε κουμπάρε σε προσκαλούν. Αφού τον κάλεσε επήρε το ψωμί και το κρασί εξεκίνησε για να τον πάη σε ξένο σύννορο. Αυτό το φάντασμα επατούσε τα κατσίκια καθότανε εδώ στην πλατεία και κάπνιζε τσιγάρο έκανε κακά στα σπίτια και στο χωριό. Τον πήγε στην τοποθεσία «Τσίπας Λάκκο» και το στοιχειό υπάρχει ακόμη σήμερα εκεί. Όταν το πήγε εκεί ελάλησε ο πρώτος κόκκορας και από εκεί άφισε τα πράγματα που είχε το ψωμί και το κρασί: Τότε είπε στο στοιχειό κάτσε εδώ να πάω να πάρω τον κουμπάρο και τα όργανα. Έφυγε αυτός ο χωριανός εγύρισε πίσω και το ξεγέλασε το στοιχειό το οποίον ακόμη είναι εκεί. Τώρα όταν μένουμε εκεί την νύκτα με τα πρόβατα το ακούμε πριν λαλήσουν τ΄αρνίθια και κοπάδι αν μείνη εκεί μπορεί να πάθη και να ψοφήση κανένα γίδι.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών