Ημέρα Τρίτη ήτο και ζευγάριζε ο πεττερός μου στα Διαστικά. (βορ.) νυχτώθηκε κι αντί (ν)α γυρίση στο σπίτι πήρε το περιθαλάσσιο κ(αι) επή'ε σ' ένα άλλο χτήμα (ν)α μείνη, όταν έφτασε στον Πλώμο (βορ. αν.) γλέπει μπροστά του μια ασπροφορεμένη γεναίκα που (δ)εν την ήξερε, προχώρησε κι όταν έφτασε στο πη'άδι έχασε την γεναίκα απ(ό) ομπρός μου. Όταν πέρασε το πη'άδι κ' είχε φτάσει στην Εβριά (ανατ.) γλέπει την πάλι την γεναίκα ομπρός του, έφτασε στις Λυές μπήκε μέσα στο στάβλο ν' ανάψη φωτιά κι όταν έστρεψε προς την πόρτα γλέπει μια σκύλλα μαύρη της φώναξε ούξ ούξ κ' έφυε και παρουσιάστηκαν τα κουλουκάκια της που μούνταραν 'α τον πνίξουν. Ένα μούνταιρε το 'βγαλε κ' ύστερα εμουνταίραν δυο τρία, ύστερα τ' άφησε κι άρχισε τους σταυρούς και τις προσευχές και χαθήκαν τα κουλουκάκια. Την είδαν κι άλλοι πολλοί αυτή τη γεναίκα και τα κουλουκάκια.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών