Ημέρα Τρίτη ήτο και ζευγάριζε ο πεττερός μου στα Διαστικά. (βορ.) νυχτώθηκε κι αντί (ν)α γυρίση στο σπίτι πήρε το περιθαλάσσιο κ(αι) επή'ε σ' ένα άλλο χτήμα (ν)α μείνη, όταν έφτασε στον Πλώμο (βορ. αν.) γλέπει μπροστά του μια ασπροφορεμένη γεναίκα που (δ)εν την ήξερε, προχώρησε κι όταν έφτασε στο πη'άδι έχασε την γεναίκα απ(ό) ομπρός μου. Όταν πέρασε το πη'άδι κ' είχε φτάσει στην Εβριά (ανατ.) γλέπει την πάλι την γεναίκα ομπρός του, έφτασε στις Λυές μπήκε μέσα στο στάβλο ν' ανάψη φωτιά κι όταν έστρεψε προς την πόρτα γλέπει μια σκύλλα μαύρη της φώναξε ούξ ούξ κ' έφυε και παρουσιάστηκαν τα κουλουκάκια της που μούνταραν 'α τον πνίξουν. Ένα μούνταιρε το 'βγαλε κ' ύστερα εμουνταίραν δυο τρία, ύστερα τ' άφησε κι άρχισε τους σταυρούς και τις προσευχές και χαθήκαν τα κουλουκάκια. Την είδαν κι άλλοι πολλοί αυτή τη γεναίκα και τα κουλουκάκια.

Ημέρα Τρίτη ήτο και ζευγάριζε ο πεττερός μου στα Διαστικά. (βορ.) νυχτώθηκε κι αντί (ν)α γυρίση στο σπίτι πήρε το περιθαλάσσιο κ(αι) επή'ε σ' ένα άλλο χτήμα (ν)α μείνη, όταν έφτασε στον Πλώμο (βορ. αν.) γλέπει μπροστά του μια ασπροφορεμένη γεναίκα που (δ)εν την ήξερε, προχώρησε κι όταν έφτασε στο πη'άδι έχασε την γεναίκα απ(ό) ομπρός μου. Όταν πέρασε το πη'άδι κ' είχε φτάσει στην Εβριά (ανατ.) γλέπει την πάλι την γεναίκα ομπρός του, έφτασε στις Λυές μπήκε μέσα στο στάβλο ν' ανάψη φωτιά κι όταν έστρεψε προς την πόρτα γλέπει μια σκύλλα μαύρη της φώναξε ούξ ούξ κ' έφυε και παρουσιάστηκαν τα κουλουκάκια της που μούνταραν 'α τον πνίξουν. Ένα μούνταιρε το 'βγαλε κ' ύστερα εμουνταίραν δυο τρία, ύστερα τ' άφησε κι άρχισε τους σταυρούς και τις προσευχές και χαθήκαν τα κουλουκάκια. Την είδαν κι άλλοι πολλοί αυτή τη γεναίκα και τα κουλουκάκια.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Ημέρα Τρίτη ήτο και ζευγάριζε ο πεττερός μου στα Διαστικά. (βορ.) νυχτώθηκε κι αντί (ν)α γυρίση στο σπίτι πήρε το περιθαλάσσιο κ(αι) επή'ε σ' ένα άλλο χτήμα (ν)α μείνη, όταν έφτασε στον Πλώμο (βορ. αν.) γλέπει μπροστά του μια ασπροφορεμένη γεναίκα που (δ)εν την ήξερε, προχώρησε κι όταν έφτασε στο πη'άδι έχασε την γεναίκα απ(ό) ομπρός μου. Όταν πέρασε το πη'άδι κ' είχε φτάσει στην Εβριά (ανατ.) γλέπει την πάλι την γεναίκα ομπρός του, έφτασε στις Λυές μπήκε μέσα στο στάβλο ν' ανάψη φωτιά κι όταν έστρεψε προς την πόρτα γλέπει μια σκύλλα μαύρη της φώναξε ούξ ούξ κ' έφυε και παρουσιάστηκαν τα κουλουκάκια της που μούνταραν 'α τον πνίξουν. Ένα μούνταιρε το 'βγαλε κ' ύστερα εμουνταίραν δυο τρία, ύστερα τ' άφησε κι άρχισε τους σταυρούς και τις προσευχές και χαθήκαν τα κουλουκάκια. Την είδαν κι άλλοι πολλοί αυτή τη γεναίκα και τα κουλουκάκια.

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (EL)

Παραδόσεις

Νίσυρος, Εμπορειός


1964




Λ. Α. αρ. 2892, σελ. 390 – 391, Άννης Ιω. Παπαμιχαήλ, Εμπορειός Νισύρου Δωδεκανήσου, 1964

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.