Ένα βράδυ κατά τσι 11 η ώρα, εκοιλοπονούσε η νύφη μου κι όπως επήγαινα στο χωριό απάνου, βλέπω μια γυναίκα ψηλή μ’ ένα ντενεκέ στα χέρια και δίνει ένα σάλτο και κατεβαίνει εδεκεί στα Λαγκάδια. Ανέβηκ’ η γυναίκα απά στο πουγάδι, συνέχεια. Έρρ’χνε τον ντενεκέ και τον έβγανε απά στο πουγάδι, συνέχεια. Είπα ‘γώ. Αυτή είναι γυναίκα και παίρνει νερό. Αλλά όταν εγύρισα στο χωριό κι είδα το σπίτι της γυναικός αυτής κλεισμένο, μου ‘ρθε το αίμα στο κεφάλι. – Θα ξαναγυρίσω, λέω, πίσω να δω. Πάω στο προαύλιο της εκκλησίας (να ‘δω αν είν’ η Καμιζέτταινα) και βλέπω τη γυναίκα απά’ στην Αγραπιδιά να δίνη του ντενεκέ, να του δίνη… Μ’ έπιασε ένας πυρετός που με κράτησε 40 ημέρες. Ήτανε μια γυναικάρα τόση απάνω στη μικρή αγραπιδιά. Λοιπόν ήτανε οργή.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών