“Η Μόρα τον πιάνει τον άντρωπο καθώς κοιμάται, τον πλακώνει στην καρδιά του απάνω και κει χάμου αυτός ξεραίνεται, ούτε ν' ανασάνη, ούτε να βγάλη μιλιά μπορεί. Και ούτε συ κάνει να του μιλήσης τότε με τ' όνομά του, να του λες άλλο όνομα, γιατί, αν ακούση το δικό του, μπορεί να θροϊστή άσκημα και θέλει σείσιμο, να τόνε σης και τότε φεύγ' η Μόρα.” [Μόρα= βραχνάς, εφιάλτης].
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών