Όντον ήτονε βασιλιάς ο Δαυΐδ είχενε μιαν κοπανιά πόλεμο με τσ’ οχτρούς του. Ο στρατός του ήτονε λίγος κι εφοβούντονε πως ήθελα να νικηθή. Ο Θεός που τον εγάπανε πέμπει έναν άγγελο και του λέει: «Ο Θεός δα σου πέψη στρατό, μα γιάε, μην πα σου διόξη και τόνε μετρήσης». Την άλλη μέρα κιόλας σηκώνεται ο Δαυΐδ και βρίσκει τσι κάμπους γεμάτους στρατό. Δεν ήκανε δα ν’ ακούση τη διαταγή του Θεού, μόνο πιάνει και τσι μετρά. Κατεβαίνει κι ο άγγελος την άλλη βραδειά με το σπαθί και τσι σφάζει όλους. Σηκώνεται την ταχινή ο Δαυΐδ και τσι βρίσκει όλους ψαθούρι χάμαι. Το σπαθί ντου ο άγγελος, το σφούγγιξε σ’ έναν πανί και τον πέταξεν εκειά χαμαί. Ο Δαυΐδ σαν είδε το μεγάλο κακό απού ‘παθεν ήβαλε και τσι θάψανε, έχτισανε και μιαν κολόνα κι εβάλανε μέσα το ματοβουρωμένο πανί που σφούγγιξεν ο άγγελος το σπαθί ντου. Μετά τσι χρόνοις άλλος βασιλιάς είδε την κολόνα και λέει: «Μώρε , γιάντα την έχουνε τούτηνιε την κολόνα χτισμένη, μπα νάχη λογάρι;» Πιάνει και χαλά τη κι από κειά κι οπίσω φάνηκεν η πανόγλα. Εβγήκεν από το ματωμένο πανί, για κειόνα τη λένε και πανούκλα.

Όντον ήτονε βασιλιάς ο Δαυΐδ είχενε μιαν κοπανιά πόλεμο με τσ’ οχτρούς του. Ο στρατός του ήτονε λίγος κι εφοβούντονε πως ήθελα να νικηθή. Ο Θεός που τον εγάπανε πέμπει έναν άγγελο και του λέει: «Ο Θεός δα σου πέψη στρατό, μα γιάε, μην πα σου διόξη και τόνε μετρήσης». Την άλλη μέρα κιόλας σηκώνεται ο Δαυΐδ και βρίσκει τσι κάμπους γεμάτους στρατό. Δεν ήκανε δα ν’ ακούση τη διαταγή του Θεού, μόνο πιάνει και τσι μετρά. Κατεβαίνει κι ο άγγελος την άλλη βραδειά με το σπαθί και τσι σφάζει όλους. Σηκώνεται την ταχινή ο Δαυΐδ και τσι βρίσκει όλους ψαθούρι χάμαι. Το σπαθί ντου ο άγγελος, το σφούγγιξε σ’ έναν πανί και τον πέταξεν εκειά χαμαί. Ο Δαυΐδ σαν είδε το μεγάλο κακό απού ‘παθεν ήβαλε και τσι θάψανε, έχτισανε και μιαν κολόνα κι εβάλανε μέσα το ματοβουρωμένο πανί που σφούγγιξεν ο άγγελος το σπαθί ντου. Μετά τσι χρόνοις άλλος βασιλιάς είδε την κολόνα και λέει: «Μώρε , γιάντα την έχουνε τούτηνιε την κολόνα χτισμένη, μπα νάχη λογάρι;» Πιάνει και χαλά τη κι από κειά κι οπίσω φάνηκεν η πανόγλα. Εβγήκεν από το ματωμένο πανί, για κειόνα τη λένε και πανούκλα.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Όντον ήτονε βασιλιάς ο Δαυΐδ είχενε μιαν κοπανιά πόλεμο με τσ’ οχτρούς του. Ο στρατός του ήτονε λίγος κι εφοβούντονε πως ήθελα να νικηθή. Ο Θεός που τον εγάπανε πέμπει έναν άγγελο και του λέει: «Ο Θεός δα σου πέψη στρατό, μα γιάε, μην πα σου διόξη και τόνε μετρήσης». Την άλλη μέρα κιόλας σηκώνεται ο Δαυΐδ και βρίσκει τσι κάμπους γεμάτους στρατό. Δεν ήκανε δα ν’ ακούση τη διαταγή του Θεού, μόνο πιάνει και τσι μετρά. Κατεβαίνει κι ο άγγελος την άλλη βραδειά με το σπαθί και τσι σφάζει όλους. Σηκώνεται την ταχινή ο Δαυΐδ και τσι βρίσκει όλους ψαθούρι χάμαι. Το σπαθί ντου ο άγγελος, το σφούγγιξε σ’ έναν πανί και τον πέταξεν εκειά χαμαί. Ο Δαυΐδ σαν είδε το μεγάλο κακό απού ‘παθεν ήβαλε και τσι θάψανε, έχτισανε και μιαν κολόνα κι εβάλανε μέσα το ματοβουρωμένο πανί που σφούγγιξεν ο άγγελος το σπαθί ντου. Μετά τσι χρόνοις άλλος βασιλιάς είδε την κολόνα και λέει: «Μώρε , γιάντα την έχουνε τούτηνιε την κολόνα χτισμένη, μπα νάχη λογάρι;» Πιάνει και χαλά τη κι από κειά κι οπίσω φάνηκεν η πανόγλα. Εβγήκεν από το ματωμένο πανί, για κειόνα τη λένε και πανούκλα.

Λιουδάκη, Μαρία
Λιουδάκη, Μαρία (EL)

Παραδόσεις

Κρήτη, Μεραμβέλλο, Λατσίδα


1938




Αρ. 1162 Β, σελ. 16 – 17, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.