Την ντρίτη ημέρα από τη γέννηση του παιδιού κατά τη νύχτα βάνουν κάτου από το προσκεφαλάκι του ψωμί, λιβάνι, ζάχαρη, χαρτί, ένα κοντηλοφόρο, μελάνι, αν είναι σερνικό ή βελόνα μαζί με τα άλλα, αν είναι θηλυκό. Οι Μοίρες, τρεις όλες – όλες, γυναικεία ντυμένες, άμα περάσουν τα μεσάνυχτα, όταν κοιμούνται στο σπίτι όλοι, μπαίνουν στο δωμάτιο, που έχουν το νεογέννητο. Ψάχνουν από κάτου στο προσκεφαλάκι του και κοιτάζουν τα δώρα. Έπειτα κάνουν συμβούλιο και βγάνουν απόφαση πως θα ζήση το παιδί. Για να αποφασίσουν να περάση καλά τη ζωή του, πρέπει τα δώρα να είναι πολλά και καλά, άλλωστε θα αποφασίσουν το εναντίο. Μετά από την απόφαση σημαδεύουν το παιδί, άλλοτε μεν στη μύτη, άλλοτε στ’ αυτί, άλλοτε στη φτέρνα, άλλοτε στο κούτελο και άλλοτε αλλού. Το σημάδι είναι σαν κάϋμα. Το πολύ μετά εννέα ημέρες μέτα το μοίρασμα, εξαφανίζεται αυτό το σημάδι. Ότι μοιραίνουν το παιδί τη βραδυά εκείνη, το βλέπουν, διότι το παιδάκι, ενώ κοιμάται, ξυπνάει και φαίνεται σαν να κοιτάζη κάποιον και γελάει ή κλαίει.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών