Χαρακτηριστική σχετικώς (με το ό,τι έγραψαν οι μοίρες είναι αναπότρεπτον) είναι και η εξής ιστοριούλα. Ένας κουμπάρος ήκουσεν ντες μοίρες που εμοίρασαν το παιδί και είπαν ότι την ημέραν που θα κλείση τα 12 χρόνια θα πέση μέσα στο πηάδι να πνιή (πνιγή). Πήε (πήγε) στα ξένα ο κουμπάρος και σάμμα (όταν) εκόντεβγεν ο καιρός που θα έκλειεν ντο παιδί τα 12 χρίνια γύρισε γκαι πήε στο σπίτιν ντου κουμπάρου για να μη φίκη (αφίση) το παιδί να ππέση μέσα στο πηάδι να πνιή. Πέρασεν η μέρα ‘κείνη η υποψιασμένη και το παιδί εν ήπαθεν ντίποτι. Το βράδυ ο κουμπάρος, δηλ. ο νονός του παιδιού, λέει στους κουμπάρους του. Εμένα θα μου στρώσετε ‘πό πάντο ‘πό το στόμαν του πηαδιού να κοιμηθώ. Οι κουμπάροι δεν εθέλα, αλλά τι να κάμουν; Του έστρωσαν γκαι πλάγιασε πάνω ‘πο το πηάδι. Τη νύκτα το δάκκασε (δάγκωσε) σκρόφκιος και ήμπε μέσα στο σπίτι να βρη σωτηρία από τους πόνους. Κείνη την ώρα πήεν (πήγε) ντο παιδί στο πηάδιν γκαι χωρίς να το θέλη ήππεσε μέσα και πνίηκε.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών