Στις τρεις πάνε οι Μοίρες και το μοιραίνουν και γραφουνε στο κεφάλι του, ό,τι καλό ή κακό θα περάση, ούλα, δεν έχεις ακουστά που λένε «μα τόγραφε η μοίρα του να το πάθη και φτούνο!». Και κει που ξεθάφτουνε τους αντρώπους, το κεφάλι του καθενού έχει γράμματα δεν τα γλέπουνε ούλοι κανιά άνθη αν ντέση, τα γλέπει. Και βάναμε παλαικά, τώρα τ’ απαρατήκαμε και καλά κάμαμε – δε ματαγνωμίζουνε κείνες ό,τι και να τους κάμης – μα μεις τηράγαμε να τις καλοπιάσουμε και βάναμε κοντά στο παιδί μέλι, καρύδια, σύκα και χρυσαφικό, αν είχε κανείς, και λέγαμε: «Μοίρες, καλές Μοίρες, ελάτε να μοιράνετε του τάδε το παιδί, τι θα τραβήξη στη ζωή του, καλά η λοβά.» ό,τι γράφει δεν ξεγράφει. Δεν τ’ ακούει κανείς, κανιά ανθή τ΄ακούει. Ενού είπανε οι Μοίρες του: «από πηγάδι θα πάη» τ’ άκουσε ναι ανθή, τόειπε της μάνας. Το φυλάγανε ούλοι οι δικοί, μεγάλωσε, διάκε στρατιώτης, χάθηκε κανιά βολά ησύχασε ο πόλεμος, όπως περιμένουμε τώρα οι γι ‘έρμοι ειρήνη, γύρισε το παιδί νύχτα ήταν, δεν καλόβλεπε, μα ήξερε το πηγάδι κείνο όμως το είχανε χαλασμένο, κακοχωμένο. Έπεσε μέσα, πάει το παιδί, ό,τι γράφει δεν ξεγράφει. Και όλα σωστά έναι και τίποτις δεν αλλάζει γιατί ό,τι ειπούνε οι Μοίρες, βουλή Θεού έναι. Κι άκου κι έναν άλλο μύθο, να σηκωθή η τρίχα σου. Μια βολά μια γυναίκα γέννησε δυο παιδιά κι ήτανε κορίτσια κι έτυχε την τρίτη βραδιά πέρας΄ένας γυρολόγος από το σπίτι της, να περάση τη νύχτα ο άντρωπος εκεί και την ημέρα που θα ξημέρωνε ο Θεός την ημέρα να τραβήξη το δρόμο του. Και ξάπλωσε να κοιμηθή κοντά στο παραγώνι. Κι ήρθανε τη νύχτα οι Μοίρες κι είπανε: η μία δρακού θα πάρη άντρα κείνονε που είναι ξαπλωμένος κοντά στη γωνιά και η άλλη θα πάρη κακούς δρόμους, ξόν και νοήσουνε και κόψουνε την καρυδιά που είναι στην αυλή τους, παρά τότε όμως θα πεθάνη. Φύγανε οι Μοίρες, μα ο γυρολόγος και τις είδε και τις άκουσε. Ήτανε ανθός κι άλλο ένα τις βλέπανε τότες οι Μοίρες ήτανε ο Θεός πιο κοντά στη γης και τον έφτανε το βόϊδι και τον έγλυφε. Κι ο γυρολόγος είπε με το νού του: άκου που θα πάρω εγώ μια δρακού! Αμ δε μούφυγ’ ακόμα! Είχε την ελικία του ο άντρωπος, είχε το μυαλό του. Και παίρνει τη νύχτα κείνη τη δρακούδισσα, την πετάει στο ποτάμι και πάει. Τη δρακού όμως δεν την πήρε το ποτάμι, παρά σκάλιασε με τη φασκιά της σ’ ένα κλαρί και κρεμάστηκε από ένα τσουγκράνι. Κι ήταν ένας τσοπάνης κι έφερνε κει τα πρόβατά του και μια κατσίκα γράπωσε στο κλαρί και το παιδί βύζαινε. Κι έλεγαν στον τσοπάνη τ΄αφεντικά του: «Γιατ’ έναι αρμεμένη η κατσίκα;» - Δεν ξέρω, γω δεν την αρμέγω» έλεγε κείνος. Από τα πολλά, μια – δυο, παραφυλάει εκείνος και πιάνει την κατσίκα που γράπωνε το κλαρί και βρέσκει το κορίτσι και το πάει στη στανολόϊσσα κι ήτανε κείνη συνυφάδα της αλληνής, που ήτανε δικό της το κορίτσι. Και κείνη γνώρισε τα σπάργανα και πάει στη λεχώνα και της λέει: «Που είναι τα παιδία σου;» - Εδώ είναι της λέει εκείνη. – «Για να τα ιδώ» «Αχ κακό που έπαθα» λέει εκείνος τότενες, το ήξερε πως χάθηκε το παιδί της, παρά ήτανε μωράχαυλη, σκιαζόταν και δεν το είχε μαρτυρημένο κανενού τώρα τόειπε. ¨Το ένα τόχω, τ’ άλλο μου το πήρανε τη νύχτα, τόχασα». Τότε η συνυφάδα της τόηξερε το παιδί. Πέρασε καιρός, τρανέψανε οι τσούπες. Παντρεύτηκε η μια και πήρε το γυρολόγο, δίχως να ξέρουνε. Μα ο άντρας της της λέει ναι ημέρα: «Πούθ έχεις τούτη τη γρατσουνιά στην κοιλιά;» Είχε κείνη νια γρατσουνιά κοντά στον αφαλό. Και του είπε η γυναίκα του την ιστορία, που το παρασταίνανε στο σπίτι πως κάποιος, σαν ήτανε δρακού, την πέταξε στο ποτάμι, παρά κείνη σκαλιασε σ’ ένα κλαρί και το κλαρί είχε ένα τσουγκάνι και κείνο έσκισε τη φασκιά και γρατσουνίστηκε στην κοιλιά. Και τότε ο άντρας της της είπε: «εγώ ήμουνα που σε πέταξα, παρά πάμε στο σπίτι σου, γιατ’ έχω κι άλλα να μολοήσω» Πάνε και κεί κάθεται και λέει όλα όσα άκουσε από τες Μοίρες. Και ν’ ακούση η άλλη κορίτσα πως θα πάρη κακούς δρόμους! Το πρωΐ ξημέρωνε Κυριακή, στέλνει τη μάνα της στην εκκλησία «άει να λειτρουγηθής» της λέει εσύ κι εγώ συγυράου το σπίτι. Και κείνη πάει στα ξαδέρφια της και τους λέει: «Ελάτε σπίτι μου» Και κει τους δίνει τα τσεκούρια «κόφτε την καρυδιά» τους λέει «και γω θα σας κεράσω». Μπαίνει στο σπίτι, πλένεται, λούζεται, αλλάζει και ταμάμ που συγυρίστηκε, μπούμ πέφτει η καρυδιά και στη στιμή και κείνη πέθανε. Ήτανε να παρρησιαστή ο Θεός.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών