Το μικρό άμα γεννηθή στις τρεις βραδυές επάνω έρχονται τρεις οδηγές για να πουν την μοίρα του παιδιού πόσον καιρό θα ζήση και τι θα πάθη. Τη βραδυά αυτή, η μάννα και η πεθερά της λεχώνας δεν εκοιμήθηκε. Έμεινε σκεπασμένη και παρακαλουθούσε να τις ιδή τις Μοίρες και να ακούση τι θα πουν για το μωρό. Η πεθερά άκουε. Λέει η μία Μοίρα «Το παιδί θα ζήση και θα μεγαλώση και όπως είναι η λειτουργιά (=το πρόσφορο) έτσι ολόκληρη θα είναι και η τύχη του και θα είναι πάντα χορτάτος.» Η δεύτερη Μοίρα είπε: «Θα είναι φτωχός». Η Τρίτη είπε: «Όχι τη μισή λειτουργιά θα έχη» δηλαδή ούτε πλούσιος ούτε φτωχός θα ‘ναι.» Αυτοί που το άκουσαν, η μάννα και η πεθερά, είπαν για να ιδούμε αυτό το παιδί τι θα πάθη. Το παιδί εμεγάλωσε κ’ ήρθε η ηλικία να παντρευτή κ’ επαντρεύτηκε. Σε δυο χρόνια αρρώστησε η γυναίκα του από ξερό πόνο στο ποδάρι και στο ένα μάτι. Τότε εκατάλαβαν οι δυο γυναίκες τι ήθελαν να πουν οι Μοίρες ότι θα έχη μισή λειτουργιά. Με την αρρώστια της γυναίκας του έχει μισή ζωή.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών