Κάποιος πολύ γέρος τσοπάνης μου διηγήθη τα εξής : ‘’Πάνε πολλά χρόνια. Πάνω από τετρακόσια φεγγάρια. Είχα τότε έναν αχώριστο φίλο. Μαζί είχαμε τις στάνες μαζί και τα μελίσσια. Κάποτε έπεσε βαθύ θανατικό στο χωριό κι ο φίλος μου πέθανε. Έτυχε να μην τον προσέξουν καιτον δρασκέλισε ένας σκύλος. Όλοι ψυθίριζαν στο χωριό πως έγινε λιουγκάτι [βρυκόλαξ], μα γώ δεν το πίστευα. Μια νύχτα κατάμαυρη, πιο μαύρη ακόμα κι από το ράσο του παπά κοιμώμουνα στη στάνη. Πιο πέρα κατά τα μελίσσια κοιμώντουσαν κουλουριαστά τα τρία μου ζέμπικα σκυλιά. Τα μισόσβυστα κάρβουνα σπίθιζαν τρεμουλιαστά και δεν ξέρω γιατί εκείνο το βράδυ είχα ένα φόβο παράξενο. Ξαφνικά μου φάνηκε, πως κάποιος μέσα από τη διπλανή ρεματιά με καλούσε με τα’όνομα μου. Αφουγκράστηκα και γνώρισα τη φωνή ίδια κι απαράλλαχτη του πεθαμένου φίλου μου. ‘’Γιώργη, έ Γιώργη’’ μου φώναζε. Κρύος ίδρωτας μ’έλουσε και τα γόνατά μου λύθηκαν από φόβο. Όχι πως είμαι δειλός-αυτό δα τώχω δείξει-μα είναι άλλο πράμα να σε φωνάζει ένας πέναςένος. ‘’Μη φοβάσαι Γιώργη, μου φωνάζει, θάρθω λίγο να κουβεντιάσωμε. Μόνο σκέπασε το πρόσωππό σου στα ρούχα για να μην τρομάζης’’. Τότε που λές ήρθε δίπλα μου κι έννοιωσα που κάθησε στα πλευρά μου. Άρχισε να με ρωτάει για χίλια δύο πράγματα, για τα πρόβατα, για το τυρί κι εγώ τα’αποκρινόμουν σκεπασμένος κάτω από το ρούχο. Ήρθε που λές η κουβέντα και στα μελίσσια. Ήταν ο μακαρίτης καλός μελισσουργός στη ζήση του. –Σ’ένα καιρό μου λέει ‘’πεθύμησα να φάω λίγο μέλι’’ (γιατί πρέπει να ξέρης πως οι λιουγκάτηδες αγαπούν πολύ τα γλυκά)θα πάω κατά τα μελίσσια μην είναι κατά κεί τα σκυλιά;’’ Όχι του είπα είναι από τις λάκες. Τούπα βέβαια ψέμματα, γιατί μόλις έκανε κάμποσα βήματα προς τα μελίσσια τον νόησαν τα σκυλιά και χήμηξαν και τα τρία πάνω του. Σωστό πανδαιμόνιον γινόταν μέσα στη μαύρη και παγερή νύχτα. ‘’Βρέ Γιώργη’’ βρέ, φ΄λε Γιώργη άρχισε τότε να μου φωνάζη. Δεν έβγαλα όμως τσιμουδιά, γιατί είχα ακούσει πως αν αποκριθής τα σκυλιά αποτραβιώνται. Σε λίγο τα σκυλιά έπαψαν…τον είχαν φάει. Το πρωί σαν πήγα στο μέρος εκείνο δεν είδα παρά 3 πίκες αίμα. Έτσι γλυτώσαμε από το λιουγκάτι ‘’είπε και σταυροκοπήθηκε. Μήπως έβλεπες κανένα όνειρο μπάρμπαΓιώργη; τον ρώτησα. Εγώ δάσκαλε άσπρισα και ψέμματα δεν έχω πή’’μου είπε θυμωμένος ο γέρος. ‘’Να τα γράψης αυτά να τα μάθετε και σείς οι γραμματιζούμενοι που δεν πιστεύετε’’ μούπε και άδειασε το ποτήρι του με το ρακί. Θα τα γράψω μπάρμπα Γιώργη και να με συμπαθάς, του είπα και ορκίστηκα ποτέ πια να μην αμφισβητήσω τα λεγόμενά του. [ζέμπικα=Τα σκυλιά με τα τέσσερα, μάτια(όσα έχουν άνωθεν των οφθαλμών δυο βούλες κοκκινωπές που μοιάζουν σαν μάτια)Βλ. Σελ. 51)

Κάποιος πολύ γέρος τσοπάνης μου διηγήθη τα εξής : ‘’Πάνε πολλά χρόνια. Πάνω από τετρακόσια φεγγάρια. Είχα τότε έναν αχώριστο φίλο. Μαζί είχαμε τις στάνες μαζί και τα μελίσσια. Κάποτε έπεσε βαθύ θανατικό στο χωριό κι ο φίλος μου πέθανε. Έτυχε να μην τον προσέξουν καιτον δρασκέλισε ένας σκύλος. Όλοι ψυθίριζαν στο χωριό πως έγινε λιουγκάτι [βρυκόλαξ], μα γώ δεν το πίστευα. Μια νύχτα κατάμαυρη, πιο μαύρη ακόμα κι από το ράσο του παπά κοιμώμουνα στη στάνη. Πιο πέρα κατά τα μελίσσια κοιμώντουσαν κουλουριαστά τα τρία μου ζέμπικα σκυλιά. Τα μισόσβυστα κάρβουνα σπίθιζαν τρεμουλιαστά και δεν ξέρω γιατί εκείνο το βράδυ είχα ένα φόβο παράξενο. Ξαφνικά μου φάνηκε, πως κάποιος μέσα από τη διπλανή ρεματιά με καλούσε με τα’όνομα μου. Αφουγκράστηκα και γνώρισα τη φωνή ίδια κι απαράλλαχτη του πεθαμένου φίλου μου. ‘’Γιώργη, έ Γιώργη’’ μου φώναζε. Κρύος ίδρωτας μ’έλουσε και τα γόνατά μου λύθηκαν από φόβο. Όχι πως είμαι δειλός-αυτό δα τώχω δείξει-μα είναι άλλο πράμα να σε φωνάζει ένας πέναςένος. ‘’Μη φοβάσαι Γιώργη, μου φωνάζει, θάρθω λίγο να κουβεντιάσωμε. Μόνο σκέπασε το πρόσωππό σου στα ρούχα για να μην τρομάζης’’. Τότε που λές ήρθε δίπλα μου κι έννοιωσα που κάθησε στα πλευρά μου. Άρχισε να με ρωτάει για χίλια δύο πράγματα, για τα πρόβατα, για το τυρί κι εγώ τα’αποκρινόμουν σκεπασμένος κάτω από το ρούχο. Ήρθε που λές η κουβέντα και στα μελίσσια. Ήταν ο μακαρίτης καλός μελισσουργός στη ζήση του. –Σ’ένα καιρό μου λέει ‘’πεθύμησα να φάω λίγο μέλι’’ (γιατί πρέπει να ξέρης πως οι λιουγκάτηδες αγαπούν πολύ τα γλυκά)θα πάω κατά τα μελίσσια μην είναι κατά κεί τα σκυλιά;’’ Όχι του είπα είναι από τις λάκες. Τούπα βέβαια ψέμματα, γιατί μόλις έκανε κάμποσα βήματα προς τα μελίσσια τον νόησαν τα σκυλιά και χήμηξαν και τα τρία πάνω του. Σωστό πανδαιμόνιον γινόταν μέσα στη μαύρη και παγερή νύχτα. ‘’Βρέ Γιώργη’’ βρέ, φ΄λε Γιώργη άρχισε τότε να μου φωνάζη. Δεν έβγαλα όμως τσιμουδιά, γιατί είχα ακούσει πως αν αποκριθής τα σκυλιά αποτραβιώνται. Σε λίγο τα σκυλιά έπαψαν…τον είχαν φάει. Το πρωί σαν πήγα στο μέρος εκείνο δεν είδα παρά 3 πίκες αίμα. Έτσι γλυτώσαμε από το λιουγκάτι ‘’είπε και σταυροκοπήθηκε. Μήπως έβλεπες κανένα όνειρο μπάρμπαΓιώργη; τον ρώτησα. Εγώ δάσκαλε άσπρισα και ψέμματα δεν έχω πή’’μου είπε θυμωμένος ο γέρος. ‘’Να τα γράψης αυτά να τα μάθετε και σείς οι γραμματιζούμενοι που δεν πιστεύετε’’ μούπε και άδειασε το ποτήρι του με το ρακί. Θα τα γράψω μπάρμπα Γιώργη και να με συμπαθάς, του είπα και ορκίστηκα ποτέ πια να μην αμφισβητήσω τα λεγόμενά του. [ζέμπικα=Τα σκυλιά με τα τέσσερα, μάτια(όσα έχουν άνωθεν των οφθαλμών δυο βούλες κοκκινωπές που μοιάζουν σαν μάτια)Βλ. Σελ. 51)
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Κάποιος πολύ γέρος τσοπάνης μου διηγήθη τα εξής : ‘’Πάνε πολλά χρόνια. Πάνω από τετρακόσια φεγγάρια. Είχα τότε έναν αχώριστο φίλο. Μαζί είχαμε τις στάνες μαζί και τα μελίσσια. Κάποτε έπεσε βαθύ θανατικό στο χωριό κι ο φίλος μου πέθανε. Έτυχε να μην τον προσέξουν καιτον δρασκέλισε ένας σκύλος. Όλοι ψυθίριζαν στο χωριό πως έγινε λιουγκάτι [βρυκόλαξ], μα γώ δεν το πίστευα. Μια νύχτα κατάμαυρη, πιο μαύρη ακόμα κι από το ράσο του παπά κοιμώμουνα στη στάνη. Πιο πέρα κατά τα μελίσσια κοιμώντουσαν κουλουριαστά τα τρία μου ζέμπικα σκυλιά. Τα μισόσβυστα κάρβουνα σπίθιζαν τρεμουλιαστά και δεν ξέρω γιατί εκείνο το βράδυ είχα ένα φόβο παράξενο. Ξαφνικά μου φάνηκε, πως κάποιος μέσα από τη διπλανή ρεματιά με καλούσε με τα’όνομα μου. Αφουγκράστηκα και γνώρισα τη φωνή ίδια κι απαράλλαχτη του πεθαμένου φίλου μου. ‘’Γιώργη, έ Γιώργη’’ μου φώναζε. Κρύος ίδρωτας μ’έλουσε και τα γόνατά μου λύθηκαν από φόβο. Όχι πως είμαι δειλός-αυτό δα τώχω δείξει-μα είναι άλλο πράμα να σε φωνάζει ένας πέναςένος. ‘’Μη φοβάσαι Γιώργη, μου φωνάζει, θάρθω λίγο να κουβεντιάσωμε. Μόνο σκέπασε το πρόσωππό σου στα ρούχα για να μην τρομάζης’’. Τότε που λές ήρθε δίπλα μου κι έννοιωσα που κάθησε στα πλευρά μου. Άρχισε να με ρωτάει για χίλια δύο πράγματα, για τα πρόβατα, για το τυρί κι εγώ τα’αποκρινόμουν σκεπασμένος κάτω από το ρούχο. Ήρθε που λές η κουβέντα και στα μελίσσια. Ήταν ο μακαρίτης καλός μελισσουργός στη ζήση του. –Σ’ένα καιρό μου λέει ‘’πεθύμησα να φάω λίγο μέλι’’ (γιατί πρέπει να ξέρης πως οι λιουγκάτηδες αγαπούν πολύ τα γλυκά)θα πάω κατά τα μελίσσια μην είναι κατά κεί τα σκυλιά;’’ Όχι του είπα είναι από τις λάκες. Τούπα βέβαια ψέμματα, γιατί μόλις έκανε κάμποσα βήματα προς τα μελίσσια τον νόησαν τα σκυλιά και χήμηξαν και τα τρία πάνω του. Σωστό πανδαιμόνιον γινόταν μέσα στη μαύρη και παγερή νύχτα. ‘’Βρέ Γιώργη’’ βρέ, φ΄λε Γιώργη άρχισε τότε να μου φωνάζη. Δεν έβγαλα όμως τσιμουδιά, γιατί είχα ακούσει πως αν αποκριθής τα σκυλιά αποτραβιώνται. Σε λίγο τα σκυλιά έπαψαν…τον είχαν φάει. Το πρωί σαν πήγα στο μέρος εκείνο δεν είδα παρά 3 πίκες αίμα. Έτσι γλυτώσαμε από το λιουγκάτι ‘’είπε και σταυροκοπήθηκε. Μήπως έβλεπες κανένα όνειρο μπάρμπαΓιώργη; τον ρώτησα. Εγώ δάσκαλε άσπρισα και ψέμματα δεν έχω πή’’μου είπε θυμωμένος ο γέρος. ‘’Να τα γράψης αυτά να τα μάθετε και σείς οι γραμματιζούμενοι που δεν πιστεύετε’’ μούπε και άδειασε το ποτήρι του με το ρακί. Θα τα γράψω μπάρμπα Γιώργη και να με συμπαθάς, του είπα και ορκίστηκα ποτέ πια να μην αμφισβητήσω τα λεγόμενά του. [ζέμπικα=Τα σκυλιά με τα τέσσερα, μάτια(όσα έχουν άνωθεν των οφθαλμών δυο βούλες κοκκινωπές που μοιάζουν σαν μάτια)Βλ. Σελ. 51)

Βλάχος, Αναστάσιος Δ.
Βλάχος, Αναστάσιος Δ. (EL)

Παραδόσεις

Εύβοια, Μαρμάρι, Βαρελαίοι


1953




Λ. Α. αρ. 2042, σελ. 53 – 54, Αναστ. Δ. Βλάχου, Βαρελαίοι Μαρμαρίου Ευβοίας, 1953, αρ. Β

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.