Φρονούσιν ότι, εήν άνθρωπος τις είναι πολύ αμρτωλός, ιδία δε όταν το σώμα μείνη άλυτον μετά τον θάνατον, η ψυχή του θα πλανάται επί της γής λαμβάνουσα μορφήν ανθρώπου τη ενεργεία του διαβόλου και βλάπτουσα παντοίως τους γνωστούς αυτώ, ιδία δε τους συγγενής. Τους αύλους τούτους ανθρώπους ονομάζει το πλήθος καταχανάδες εξώριζαν εις θήραν (Σαντορίνην)δια τρομερών εξορκισμών των ιερέων και τελείας καύσεως των οστών αυτών, της σπόδου ριπτομένης εις την θάλασσαν. Πλείστας διηγήσεως περί καταχανάδων δύναται τις να εύρη παρά τω λαώ των Σφακίων. Μεταξύ των πολλών χαρακτηριστικωτάτη είναι η του Μακριγιάννη. Ο καταχανάς ούτος κατήγετο εξ Ανωπόλεως Σφακίων και είχε καταστή φοβερός και τρομερός. Εισήρχετο των θυρών κεκλεισμένων εις τας οικίας, έθρανε τους πίθους, έχυνε τον οίνον, διεσκόρπιζε τους δημητριακούς καρπούς, έσβηνε το φώς, εν καιρώ νυκτός εννοείται, εξυλοκόπει τον σύζυγον, εξεδίωκεν αυτόν της οικίας και εκσιμάτο μετά της οικοδεσποίνης. Και πλείστα άλλα περί αυτού διηγούνται. Πιστεύω δ’ότι και ο Paslchoy αυτόν εννοεί εν τη διηγήσει, ήν αναφέρει. Ιδού τι αναφέρει κι ένας καταχανάς εγύριζεν εις την Ανώπολιν μια γυναίκα. Ο άνδρας τση είχε λείπει και επήγε ένας καταχανάς και αυτή θαρρώντας πως είναι ο άντρας της…και το πουρνό δεν ημπόρει και ήλθεν ο άντρας της και λέγει τση <τι έχεις;>και η γυναίκα λέγει <πολλήν ώραν μ’επλάκωσες το βράδυ και δεν ημπορώ, και ο άνδρας λέγει <εγώ δεν ήλθα>, και πάλιν η γυναίκα είπε <εδά σαν δεν ήλθες εσύ, ήτονε ο καταχανάς, υστερνά τον εξεχώσασι και εξωρίσανε τονε και έπεμζαν τον εις την Σαντορίνην (Oρα Paslhey, Travels in Crete, t. 11, σελ. 221)
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών