Μπορούσε ένας να πεθάνη και να γίνη βαμπίρης (=βρυκόλαξ) δηλαδή εσηκωνότανε ο πεθαμένος από τον τάφο. Στο νεκρό προτού τον θάψουν πρέπει να τουρίξουν βραστό λάδι στον αφαλό. Αν δεν το κάμουν θα γενή βαμπίρης. Για να μη σηκωθή ο νεκρός από τον τάφο ως βαμπίρης (βρυκόλακας) παλαιότερα έσπερναν από την Εκκλησία που θα τον βγάλουν μέχρι τον τάφο κεχρί. Επίστευαν ότι εάν σηκωθή από τον τάφο θ’αρχίση να μετρά το κεχρί και μέχρι να το μετρήση θα ξημερώση κ’έστι θα εγύριζε πίσω στον τάφο του. Ο βαμπίρης ήταν πέξω από τον τάφο κ’εγύριζε στα σπίτια μέχρι το τελευταίο λάλημα του πετεινού. Τον βαμπίρη για να τον πιάσουν επήγαιναν το Σάββατο το βράδυ, άνοιγαν τον τάφο και τον εύρισκαν μέσα του δένανε στο λαιμό μια θηλιά από ψάθα, που έχομε στο πάτωμα του σπιτιού και τον εκαίγανε. (Σωσάνδρα=παλαιόν όνομα Πρεbόδιστα)
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών