Γραία τις ως εξής μου εδιηγείτο τα πράγματα: "Παιδάτσι μου ‘γώ θυμούμαι να λένε στα χρόνια μου για πολλούς, που στοιχειώκανε τσαί δε στοιχειώνουνε ούλοι οι άνθρωποι, αλλά τσείνοι που πάνε ‘πο κακό θάνατο, όσοι πλίγουνται, όσοι πάνε ‘πο dουφέτσι (= αυτοκτονούν), όσοι βάζουνε σαυρτοφυλιά τσαί πλίγουνται, όσοι πέφτουνε ‘πο γρεμό κλπ. Στοιχειώνουνε τσαί τσείνοι που μόλις βγή ψυχή τους τύχη να τους πηδήση γάτα, πώ! πώ! πώ! δε gάνει, κακό, γι αυτό κάθουνται γυούρο γυούρο (γύρω - γύρω) στο λείψανο, όσο να dόνε σηκώσουνε, να πάνε να dόνε θάψουνε τσαί θεός φυλάη! Ύστερα τουραγνάνε τσαί τους άλλους αθρώπους, τσαί για να dους αφήσουνε ήσυχους πάνε τσαί ρίγνουνε κρασί με λάδι, πάνου στο μνήμα κατέ τσεί που είναι το τσεφάλι τσαί τους μερώνουνε (= εξιλεώνουν)". Πλήθος παραμυθιών και ασμάτων υπάρχουν αναφερομένων εις τους βρικόλακας. Πιστεύουν ότι ενσωματούνται και γίνονται πάλιν άνθρωποι: - "Μια βολά ήτανε ένας πολύ όμορφος, τσαί τόνε παdρεύτητσε μια κοπελλά, τσαί είχανε πάει στην εκκλησιά, τσαί την ώραν που ο παπάς έλεγε το "εξαιρέτως.." έβγελε όξον ‘πο την εκκλησιά, αλλά μια βολά τόνε bοδήκανε να βγή όξου τσαί έσκατσε αμέσως, τσαί τότες ο κόσμος κατάλαβε πως ήτανε βρικόλακας, στοιχειωμένος".
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών