Ήταν ένας αρχιληστής, κλέφτης Δροσούλας. Τον σκοτώσανι σι συμπλουκή και βρουκολιάκιασε. Πολλά χρόνια είχε πηρετήσ’ σ’αυτά τα βουνά. Έβγαιναν το καλοκαίρ’ στα βουνά, οι βλάχ’, αυτάς βύζανε τα ζώα, τους ανθρώπους. Τους ρήμαξε τους άλλους. Είχ’έναν κουμπάρο δικό τα’, δεν τον πείραζε. Αφού όμως απήύδησε ο κουμπάρος να ναι μοναχός τα’να βλέπ’όλο τα’αφάντιασμα, γιατί οι άλλοι είχανε φύγει, αποφάσισε να φύγη. Αυτό όμως το αντιλήφθη ο κουμπάρος, ο βρουκόλακας κι βγήκε μπροστά. Γιατί κουμπάρε φεύγεις; Δεν είμαστε καλά; Εγώ εσένα σε αφήνω. Έχω κόψει το σύμπαν (κόμμα) εχή, πυροβολισμοί, φωνές αλλά δεν ήβλεπες τίποτε. Έφυγε ο κουμπάρος όμως.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών