Από πολλά χρόνια έτυχε να περάσ’ μια παρέα κλέφτες. Πήραν ένα σφαχτό και το ψήσαν. Παρουσιάστηκε κι αυτός [ο αρχιληστής κλέφτης Δροσούλας, που σκοτώσανε και βρυκολάκιασε], με τ’ άρματα. – Βρε καλώς τον καπετάν – Δροσούλα! Πως περνάς; Εγώ τα ρήμαξα τούτα. Αφού ψήσανε το σφαχτό... που κατοικείς; Εξαφανίζονταν σε μια σπηλιά. Απ’τσι πολλές φορές π’ κάνανε παρέα αποφάσισε να μαρτυρήσ’ τη Σπηλιά. (στ’ χαλιά τσ’ Τρύπης). Τον έβαλαν ναν τα’ το μαρτυρήσ’. Είπε ότι στου τάδε μέρος, εκεί μένω. Το Σάββατο αυτοί οι βρουκόλακες δεν μπορούν να κινηθούν. Ούτε έχ’ δικαίωμα να κάμ’ ζουμιά αυτήνη την ημέρα. Ξεκινήσαμε όλ’ η παρέα να πάν στην τρύπα τ’ να τον βρούν (το Σάββατο) τον βρήκαν. Μόλις τσ’ είδε, κατάλαβι. Ποιος σας είπι κι ήρθιτι δώ; - Ήρθαμι. – Εγώ κατάλαβα. Ο κουμπάρος σας ήφερι ‘δώ πέρα. Θέλω να τον δώ. Του ‘δώκαν μια κάπα (συγκούνι), τάχα πως είν’ ο κουμπάρος τ’. Μόλις του την παρουσίασαν, τη ρούφ’ξε κιόλας. Πάει η κάπα. Μετά τον κοπάνισαν μ’ ένα κέδρινο ξύλο, ένας Σαββατογεννημένος και τον τέλειωσαν. Τον κοπάν’σ ου Κωσταράς και όταν πέθανε βρουκολάκιασε κι αυτός.

Από πολλά χρόνια έτυχε να περάσ’ μια παρέα κλέφτες. Πήραν ένα σφαχτό και το ψήσαν. Παρουσιάστηκε κι αυτός [ο αρχιληστής κλέφτης Δροσούλας, που σκοτώσανε και βρυκολάκιασε], με τ’ άρματα. – Βρε καλώς τον καπετάν – Δροσούλα! Πως περνάς; Εγώ τα ρήμαξα τούτα. Αφού ψήσανε το σφαχτό... που κατοικείς; Εξαφανίζονταν σε μια σπηλιά. Απ’τσι πολλές φορές π’ κάνανε παρέα αποφάσισε να μαρτυρήσ’ τη Σπηλιά. (στ’ χαλιά τσ’ Τρύπης). Τον έβαλαν ναν τα’ το μαρτυρήσ’. Είπε ότι στου τάδε μέρος, εκεί μένω. Το Σάββατο αυτοί οι βρουκόλακες δεν μπορούν να κινηθούν. Ούτε έχ’ δικαίωμα να κάμ’ ζουμιά αυτήνη την ημέρα. Ξεκινήσαμε όλ’ η παρέα να πάν στην τρύπα τ’ να τον βρούν (το Σάββατο) τον βρήκαν. Μόλις τσ’ είδε, κατάλαβι. Ποιος σας είπι κι ήρθιτι δώ; - Ήρθαμι. – Εγώ κατάλαβα. Ο κουμπάρος σας ήφερι ‘δώ πέρα. Θέλω να τον δώ. Του ‘δώκαν μια κάπα (συγκούνι), τάχα πως είν’ ο κουμπάρος τ’. Μόλις του την παρουσίασαν, τη ρούφ’ξε κιόλας. Πάει η κάπα. Μετά τον κοπάνισαν μ’ ένα κέδρινο ξύλο, ένας Σαββατογεννημένος και τον τέλειωσαν. Τον κοπάν’σ ου Κωσταράς και όταν πέθανε βρουκολάκιασε κι αυτός.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Από πολλά χρόνια έτυχε να περάσ’ μια παρέα κλέφτες. Πήραν ένα σφαχτό και το ψήσαν. Παρουσιάστηκε κι αυτός [ο αρχιληστής κλέφτης Δροσούλας, που σκοτώσανε και βρυκολάκιασε], με τ’ άρματα. – Βρε καλώς τον καπετάν – Δροσούλα! Πως περνάς; Εγώ τα ρήμαξα τούτα. Αφού ψήσανε το σφαχτό... που κατοικείς; Εξαφανίζονταν σε μια σπηλιά. Απ’τσι πολλές φορές π’ κάνανε παρέα αποφάσισε να μαρτυρήσ’ τη Σπηλιά. (στ’ χαλιά τσ’ Τρύπης). Τον έβαλαν ναν τα’ το μαρτυρήσ’. Είπε ότι στου τάδε μέρος, εκεί μένω. Το Σάββατο αυτοί οι βρουκόλακες δεν μπορούν να κινηθούν. Ούτε έχ’ δικαίωμα να κάμ’ ζουμιά αυτήνη την ημέρα. Ξεκινήσαμε όλ’ η παρέα να πάν στην τρύπα τ’ να τον βρούν (το Σάββατο) τον βρήκαν. Μόλις τσ’ είδε, κατάλαβι. Ποιος σας είπι κι ήρθιτι δώ; - Ήρθαμι. – Εγώ κατάλαβα. Ο κουμπάρος σας ήφερι ‘δώ πέρα. Θέλω να τον δώ. Του ‘δώκαν μια κάπα (συγκούνι), τάχα πως είν’ ο κουμπάρος τ’. Μόλις του την παρουσίασαν, τη ρούφ’ξε κιόλας. Πάει η κάπα. Μετά τον κοπάνισαν μ’ ένα κέδρινο ξύλο, ένας Σαββατογεννημένος και τον τέλειωσαν. Τον κοπάν’σ ου Κωσταράς και όταν πέθανε βρουκολάκιασε κι αυτός.

Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (EL)

Παραδόσεις

Καρδίτσα, Θραψίμι


1959




Λ. Α. αρ. 2301, σελ. 505 – 506, Δ. Λουκάτος, Θραψίμι Καρδίτσης, 1959

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.