Αντιθέτως όμως [προς τα φαντάσματα], οι βρικόλακες δεν έχουν ωρισμένη περιοχή. Οι βρικόλακες είναι νεκροί, που στη ζωή τους έκαναν μεγάλα κρίματα (ιερόσυλοι, φονιάδες, προδότες, κακούργοι, αφορεσμένοι κ.λ.π.) και δεν λιώνουν στον τάφο τους. Την μέρα κρύβονται και το βράδυ, τα μεσάνυχτα ανοίγουν την πλάκα του τάφου και περιπλανώνται. Αντικειμενικός τους σκοπός είναι να κάνουν κακό σους ανθρώπους, να τους σκοτώσουν τα ζώα κ.λ.π. Έχουν μορφή απαίσαια και φορούν μαυροπράσινη στολή. Πιστεύουν δε ακόμη, ότι έχουν ωρισμένη ώρα που κυκλοφορούν και με το λάλημα του πετεινού επιστρέφουν στο μνήμα τους. Φοβούνται τη φωτιά και τη θυμιάμα. ‘’Φοβάται σαν το διάλο την θυμιάμα’’. Επίσης αν κανείς πή ‘’Πάτερ ημών..’’αμέσως οι βρικόλακες φεύγουν σαν κυνηγημένοι ή αν τους πή ‘’Πήγαινε στο πύρ το εξώτερο καταραμένε’’ πάλε φεύγουν . Δεν πλησιάζουν εκείνους που έχουν επάνω τους Τιμιόξυλο ή θυμιάμα.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών